Τι σημαίνει το allocate στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης allocate στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του allocate στο Αγγλικά.

Η λέξη allocate στο Αγγλικά σημαίνει κατανέμω, δίνω κτ σε κπ, μοιράζω κτ σε κπ, διαθέτω, διαθέτω κτ σε κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης allocate

κατανέμω

transitive verb (distribute, share)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We are waiting for the finance department to confirm how it will allocate funding.
Περιμένουμε το οικονομικό τμήμα να επιβεβαιώσει το πώς θα κατανείμει τους πόρους.

δίνω κτ σε κπ

transitive verb (distribute to, share among)

The teacher allocates each student an exercise book.

μοιράζω κτ σε κπ

(distribute to, share among)

The government allocates resources to those who prove they are in need.

διαθέτω

transitive verb (assign, provide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government will allocate 10,000 troops to the war-torn country.
Η κυβέρνηση θα διαθέσει 10.000 στρατεύματα στην χώρα που πλήττεται από τον πόλεμο.

διαθέτω κτ σε κπ/κτ

(devote: funds to [sth])

The committee will allocate funds to the charity project.
Η επιτροπή θα διαθέσει πόρους στο φιλανθρωπικό πρόγραμμα.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του allocate στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.