Τι σημαίνει το allow στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης allow στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του allow στο Αγγλικά.

Η λέξη allow στο Αγγλικά σημαίνει επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, επιτρέπω, υπολογίζω, παραδέχομαι, αφήνω περιθώριο για, χορηγώ, επιτρέπω, αφήνω, δέχομαι, επίτρεψέ μου, επιτρέψτε μου, επίτρεψε μου, επιτρέψτε μου, επίτρεψε στον εαυτό σου, δώσε στον εαυτό σου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης allow

επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ

transitive verb (let: [sb])

Will your parents allow you to go to the dance?
Θα σε αφήσουν οι γονείς σου να πας στον χορό;

επιτρέπω

transitive verb (permit: [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Smoking is allowed, but only on the balcony.
Το κάπνισμα επιτρέπεται, αλλά μόνο στο μπαλκόνι.

υπολογίζω

transitive verb (set aside)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You should allow two hours for travel to the airport.
Θα πρέπει να αφήσεις δύο ώρες για να πας στο αεροδρόμιο.

παραδέχομαι

transitive verb (concede) (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I will allow that this time I am wrong.
Παραδέχομαι ότι αυτή τη φορά έχω άδικο.

αφήνω περιθώριο για

(make provision)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We must make room to allow for expansion.

χορηγώ

transitive verb (grant) (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The judge may allow leave to appeal the sentence.

επιτρέπω

transitive verb (let have)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
You may be allowed travelling expenses.

αφήνω

transitive verb (enable by neglect) (κάτι να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
By not applying the handbrake, he allowed the car to roll down the hill.

δέχομαι

transitive verb (acknowledge) (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The law allows that there may be exemptions.

επίτρεψέ μου, επιτρέψτε μου

interjection (offer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Allow me!" a bellboy said, and took my heavy suitcase.
«Επιτρέψτε μου» είπε ένας γκρουμ, και πήρε τη βαριά βαλίτσα μου.

επίτρεψε μου, επιτρέψτε μου

interjection (offer)

Miss, allow me to open the door.
Δεσποινίς, επιτρέψτε μου να ανοίξω την πόρτα.

επίτρεψε στον εαυτό σου

transitive verb and reflexive pronoun (indulgence)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Even while dieting, I allow myself the occasional dessert.

δώσε στον εαυτό σου

transitive verb and reflexive pronoun (enough time) (χρόνος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Please allow yourself 15 minutes to complete the second part of the test.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του allow στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του allow

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.