Τι σημαίνει το alternativa στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης alternativa στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του alternativa στο πορτογαλικά.

Η λέξη alternativa στο πορτογαλικά σημαίνει εναλλακτική, εναλλακτική, εναλλακτικός, εναλλακτικός, που παρακάμπτει κτ, δεύτερος, ολιστική ιατρική, παράκαμψη, ίντι, καμία εναλλακτική λύση/επιλογή, δυνατή επιλογή, πιθανή επιλογή, εναλλακτικό φάρμακο, εναλλακτική μουσική, εναλλακτική θεραπεία, συμπληρωματική ιατρική, η ακροδεξιά, εναλλακτική ιατρική, αντί, ίντι, ακροδεξιός, εναλλακτική ενέργεια, εναλλακτική ιατρική, εναλλακτική θεραπεία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης alternativa

εναλλακτική

substantivo feminino

Uma alternativa seria adiar a viagem para o lago.
Μία εναλλακτική θα ήταν να αναβάλουμε το ταξίδι στη λίμνη.

εναλλακτική

substantivo feminino (με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nesse caso, a alternativa para a luta é a morte.
Σε αυτή την περίπτωση, η εναλλακτική του να παλέψεις είναι να πεθάνεις.

εναλλακτικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
As opções alternativas são nadar, esquiar ou andar a cavalo.
Οι εναλλακτικές επιλογές είναι το κολύμπι, το σκι και η ιππασία.

εναλλακτικός

adjetivo (μη συμβατικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O artista escolheu viver um estilo de vida alternativo.
Ο καλλιτέχνης επέλεξε να ακολουθεί εναλλακτικό τρόπο ζωής.

που παρακάμπτει κτ

substantivo feminino (λύση, μέθοδος κλπ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεύτερος

(εναλλακτικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O azul é minha segunda alternativa. Existe uma segunda alternativa?

ολιστική ιατρική

substantivo feminino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Η ολιστική ιατρική απαιτεί επιπλέον επιστημονική έρευνα πριν γίνει ευρέως αποδεκτή. Η ολιστική ιατρική ερευνά όλο τον άνθρωπο, όχι μόνο πώς να αντιμετωπίζει ένα συγκεκριμένο σύμπτωμα.

παράκαμψη

(rota que desvia de algo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ίντι

(εναλλακτική ποπ μουσική)

καμία εναλλακτική λύση/επιλογή

(falta de opção)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δυνατή επιλογή, πιθανή επιλογή

(opção disponível)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εναλλακτικό φάρμακο

(tratamento médico)

εναλλακτική μουσική

εναλλακτική θεραπεία

συμπληρωματική ιατρική

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

η ακροδεξιά

(movimento político)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

εναλλακτική ιατρική

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αντί

locução adverbial (no lugar de) (για κτ ή με γενική)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

ίντι

locução adjetiva (εναλλακτική ποπ μουσική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

ακροδεξιός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εναλλακτική ενέργεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εναλλακτική ιατρική

(tratamento não convencional)

εναλλακτική θεραπεία

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του alternativa στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.