Τι σημαίνει το vez στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vez στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vez στο πορτογαλικά.

Η λέξη vez στο πορτογαλικά σημαίνει φορά, σειρά, σειρά, σειρά, σειρά, ευκαιρία, εβδομαδιαίος, ξανά, πάλι, που αραιώνει, κάθε εβδομάδα, κάθε βδομάδα, εφόσον, αφού, ολοένα αυξανόμενος, φθίνων, ελαττωνόμενος, περδίκι, περδίκι, έχω τελειώσει, που γίνεται με τη μία, αντί, μια φορά, μία φορά, όποτε, ενίοτε, μερικές φορές, κάποιες φορές, για πολλοστή φορά, χωρίς σταματημό, μια φορά, για μια φορά, πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο, με διαλείμματα, μια και καλή, μια φορά κι έναν καιρό, συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα, κατά διαστήματα, σε διάφορες χρονικές περιόδους, σε διάφορες φάσεις, μια στο τόσο, μια στις τόσες, περιστασιακά, σποραδικά, με τη σειρά, όλο και λιγότερο, την επόμενη φορά, άλλη μια φορά, περιστασιακά, άλλη μια φορά, μόνο μια φορά, πότε πότε, καμιά φορά, περιστασιακά, αραιά και που, που και που, αντί, μερικές φορές, που και που, μία φορά την εβδομάδα, εβδομαδιαίως, σε εβδομαδιαία βάση, ένας ένας, με τη σειρά, μια φορά, αυτή τη φορά, εις το επανιδείν, όποτε, αντί για, που πάει από το καλό στο καλύτερο, μια φορά στα χίλια χρόνια, βήμα-βήμα, βήμα προς βήμα, όλο και λιγότερο, αντί για, με την μία, αμέσως, αντί για, ξανά και ξανά, με τη μία, μια στο τόσο, λευκή μπάλα, η σειρά σου, περιμένω τη σειρά μου, τελειώνω με κτ, χειροτερεύω, επιδεινώνομαι, βλέπω κπ για τελευταία φορά, ξανά-παίζω, πίνω γρήγορα, μοναδικός, τελειώνω, ανά πάσα στιγμή, ίσως και ποτέ, άλλη μια φορά, μόνο μια φορά, την προηγούμενη φορά, την τελευταία φορά, ξανά, πάλι, κάπου κάπου, πότε πότε, αντί για κτ/κπκ, ταυτόχρονα, αντί, άλλος ένας γύρος, ξαναξεκινώ, άλλος, με τη σειρά μου, μόλις, όταν, αντί να κάνω κτ, μόλις, όταν, αντί για. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vez

φορά

substantivo feminino (repetição)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Havíamos comido lá três vezes.
Έχουμε φάει εκεί τρεις φορές.

σειρά

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sua vez. Aqui estão os dados.

σειρά

(jogo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Depois é a minha vez.
Η επόμενη κίνηση είναι δική μου.

σειρά

substantivo feminino (jogo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
É a minha vez. Pode me passar os dados, por favor?
Εγώ παίζω τώρα. Μπορώ να έχω το ζάρι σε παρακαλώ;

σειρά

substantivo feminino (jogos) (παιχνίδια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
É a sua vez, então jogue o dado.
Είναι η σειρά σου, ρίξε τα ζάρια.

ευκαιρία

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εβδομαδιαίος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Temos uma reunião semanal com a equipe no trabalho.
Κάνουμε εβδομαδιαίες συσκέψεις με την ομάδα στη δουλειά.

ξανά, πάλι

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Meu marido não estava ouvindo, então tive que contar a história novamente.

που αραιώνει

(multidão)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάθε εβδομάδα, κάθε βδομάδα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Janet visita sua mãe semanalmente.
Η Τζάνετ επισκέπτεται τη μητέρα της κάθε εβδομάδα (or: κάθε βδομάδα).

εφόσον, αφού

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Eu faço o jantar porque você está muito ocupada.
Θα μαγειρέψω εγώ το βραδινό, αφού είσαι τόσο απασχολημένος.

ολοένα αυξανόμενος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φθίνων, ελαττωνόμενος

(diminuindo)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

περδίκι

(informal: recuperado) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

περδίκι

(informal: recuperado) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

έχω τελειώσει

locução adjetiva (acabado, terminado) (μόνο παρελθόν)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

που γίνεται με τη μία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντί

locução prepositiva

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você me ofereceu vinho e refrigerante, mas vou querer água em vez disso.
Μου πρόσφερες κρασί και αναψυκτικό αλλά αντί για αυτά θα πάρω ένα νερό.

μια φορά, μία φορά

locução adverbial (uma única vez)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Só experimentei café uma vez porque odiei!
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Έχω καπνίσει μαριχουάνα μόνο μια φορά (or: μία φορά).

όποτε

(coloquial)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Toda vez que Sam ia ao parque, ele inevitavelmente encontrava uma ou duas cobras.
Κάθε φορά που ο Σαμ πήγαινε στο πάρκο, αναπόφευκτα έπεφτε πάνω σε ένα-δύο φίδια.

ενίοτε, μερικές φορές, κάποιες φορές

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Às vezes, eu só quero largar meu emprego.
Μερικές φορές (or: ενίοτε) θέλω απλώς να παραιτηθώ από τη δουλειά μου.

για πολλοστή φορά

(informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χωρίς σταματημό

(καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Esse contrato está fazendo a gente perder dinheiro a passos largos.

μια φορά, για μια φορά

advérbio (informal: uma vez)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πού και πού, πότε πότε, μια στο τόσο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Meu avô bebe um copinho de vez em quando. Saímos para jantar de vez em quando, mas não com tanta frequência.
Ο παππούς μου πίνει που και που μια μεγάλη μπύρα. Βγαίνουμε έξω για φαγητό μια στο τόσο, αλλά όχι πολύ συχνά.

με διαλείμματα

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μια και καλή

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μια φορά κι έναν καιρό

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Era uma vez, num país distante, uma menina órfã com sua madrasta malvada.
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια μακρινή χώρα ζούσε ένα ορφανό κορίτσι με την κακιά μητριά του.

συνεχώς, διαρκώς, αδιαλείπτως, αδιάκοπα

locução adverbial (repetidamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατά διαστήματα, σε διάφορες χρονικές περιόδους, σε διάφορες φάσεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μια στο τόσο, μια στις τόσες

expressão (raramente) (καθομ: πολύ σπάνια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιστασιακά, σποραδικά

locução adverbial (ocasionalmente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu saio para caminhar no campo de vez em quando.
Πότε πότε (or: περιστασιακά) πηγαίνω για περίπατο στην ύπαιθρο.

με τη σειρά

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ele olhou um cavalo de cada vez até encontrar um que quisesse cavalgar.
Κοίταξε όλα τ' άλογα με τη σειρά μέχρι που βρήκε ένα που ήθελε να καβαλήσει.

όλο και λιγότερο

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

την επόμενη φορά

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Na próxima vez que eu for ao supermercado, devo lembrar de comprar queijo.
Την επόμενη φορά που θα πάω στο σούπερ μάρκετ πρέπει να θυμηθώ να αγοράσω τυρί.

άλλη μια φορά

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Todos aplaudiram e a banda voltou para tocar mais uma vez.
Όλοι χειροκρότησαν και το συγκρότημα επέστρεψε για να ξαναπαίξει.

περιστασιακά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ouço falar de velhos amigos de escola de vez em quando.
Περιστασιακά μαθαίνω νέα από παλιούς μου φίλους από το σχολείο.

άλλη μια φορά

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μόνο μια φορά

locução adverbial (numa única ocasião)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πότε πότε, καμιά φορά, περιστασιακά

locução adverbial (ocasionalmente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αραιά και που, που και που

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αντί

locução prepositiva

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Αν δουλεύεις μια μέρα αργίας, μπορείς να επιλέξεις να πληρωθείς για τις διπλές ώρες ή, αντί αυτού, να πάρεις δύο μέρες ρεπό.

μερικές φορές, που και που

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μία φορά την εβδομάδα, εβδομαδιαίως, σε εβδομαδιαία βάση

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ένας ένας, με τη σειρά

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μια φορά

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Lembro quando meu irmão chegou em casa bêbado uma vez.
Θυμάμαι μια φορά που ο αδερφός μου ήρθε σπίτι μεθυσμένος.

αυτή τη φορά

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Devíamos sair mais cedo desta vez - da última vez, chegamos atrasados.
Αυτή τη φορά πρέπει να φύγουμε νωρίτερα. Την τελευταία φορά είχαμε καθυστερήσει.

εις το επανιδείν

locução adverbial

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

όποτε

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Όποτε τραγουδούσε, ο κόσμος έκλεινε τα αυτιά του.

αντί για

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που πάει από το καλό στο καλύτερο

expressão (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μια φορά στα χίλια χρόνια

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Uma chance como essa só aparece uma vez na vida.

βήμα-βήμα, βήμα προς βήμα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

όλο και λιγότερο

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αντί για

advérbio (substituição)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με την μία, αμέσως

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αντί για

locução prepositiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξανά και ξανά

(repetidamente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με τη μία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μια στο τόσο

locução adverbial (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λευκή μπάλα

(bilhar) (μπιλιάρδο)

No bilhar, você bate nas bolas coloridas com a bola branca.

η σειρά σου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιμένω τη σειρά μου

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Você deveria esperar a sua vez.
Να περιμένεις τη σειρά σου.

τελειώνω με κτ

É melhor mandar brasa agora do que deixar para o último minuto.

χειροτερεύω, επιδεινώνομαι

locução verbal (continuar a piorar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βλέπω κπ για τελευταία φορά

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξανά-παίζω

(música ao vivo: apresentar-se novamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πίνω γρήγορα

locução verbal

μοναδικός

locução adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τελειώνω

locução adjetiva (relacionamento terminado) (για σχέση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Όλα τελείωσαν στη σχέση του Ρόμπερτ με τη Χάνα.

ανά πάσα στιγμή

(informal)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Passe por aqui toda vez que precisar, estamos aqui a qualquer hora.
Έλα όποτε θες, είμαστε εδώ όλες τις ώρες.

ίσως και ποτέ

(raro)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Αυτή η μέθοδος εφαρμόζεται σπάνια στις μέρες μας, ίσως και καθόλου.

άλλη μια φορά

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μόνο μια φορά

locução adverbial (sem repetição)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

την προηγούμενη φορά, την τελευταία φορά

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Na última vez em que comi fast food, passei mal. Na última vez que vi você, você tinha acabado de voltar do Japão.
Την τελευταία φορά που έφαγα σε φαστφουντάδικο αρρώστησα. Την προηγούμενη φορά που σε είδα, είχες μόλις γυρίσει από την Ιαπωνία.

ξανά, πάλι

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ela muitas vezes foge, mas sempre volta para casa de novo (or: outra vez).
Φεύγει συχνά από το σπίτι, αλλά πάντοτε επιστρέφει πάλι (or: ξανά).

κάπου κάπου, πότε πότε

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αντί για κτ/κπκ

locução prepositiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No Natal, ela cozinha um assado ao invés de peru.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το καλοκαίρι αντί για παγωτό προτιμάει να τρώει παγωμένο γιαούρτι.

ταυτόχρονα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αντί

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Longe de se sentir satisfeita com o trabalho dela, ela decidiu procurar por outro.
Αντί να είναι είναι ευχαριστημένη με την τωρινή της δουλειά, αποφάσισε να ψάξει άλλη.

άλλος ένας γύρος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Acho que vou outra vez na montanha-russa.
Νομίζω ότι θα κάνω άλλον έναν γύρο με το τρενάκι του λούνα παρκ.

ξαναξεκινώ

(carro) (αυτοκίνητο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ξαναβάλε μπρος το αμάξι και παρατήρησε αν εξαφανιστεί ο θόρυβος.

άλλος

locução adverbial

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Coloca de novo (or: outra vez) cinquenta gramas de açúcar.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Θα ήθελα άλλο τόσο, παρακαλώ.

με τη σειρά μου

locução adverbial (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John me deu o livro e eu, por vez, dei-o para Sandy. // O menino foi intimidado, e ele passou, por sua vez, a intimidar os outros.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Τζον μού έδωσε το βιβλίο, κι εγώ, με τη σειρά μου, το έδωσα στη Σάντι.

μόλις, όταν

locução conjuntiva (se alguma vez)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Uma vez que você provar comida tailandesa, irá querer mais.
Άπαξ και δοκιμάσεις Ταϊλανδέζικο φαγητό, θα θέλεις κι άλλο.

αντί να κάνω κτ

locução prepositiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Assisti TV em vez de fazer minha lição de casa.
Είδα τηλεόραση αντί να κάνω τα μαθήματά μου.

μόλις, όταν

(depois, quando)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Você pode pagar por isso uma vez que chegar aqui.
Μπορείς να το πληρώσεις αφού πρώτα έρθεις.

αντί για

locução conjuntiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vou querer vinho em vez de cerveja no jantar.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vez στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του vez

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.