Τι σημαίνει το amplio στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης amplio στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του amplio στο ισπανικά.

Η λέξη amplio στο ισπανικά σημαίνει μεγαλώνω, διευρύνω, φαρδαίνω, πλαταίνω, πλατύνω, διευρύνω, αυξάνω, πολλαπλασιάζω, μεγεθύνω, επεκτείνω, αυξάνω, φουσκώνω, επεκτείνω, φαρδαίνω, πλαταίνω, μεγιστοποιώ, μεγεθύνω, επιμηκύνω, διευρύνω, μεγεθύνω, αναπτύσσω, επεκτείνομαι σε κτ, φαρδύς, πλατύς, ευρύς, εξαπλωμένος, εκτενής, ευρύς, επεκτατικός, ευρύς, ομπρέλα, ευρύς, εκτεταμένος, γενικός, συνολικός, περιεκτικός, ευρύχωρος, ευρύχωρος, απλόχωρος, ευρύχωρος, απλόχωρος, συνολικός, καθολικός, εκτενής, τεράστιος, μεγάλος, τεράστιος, περιεκτικός, ευρύς, γενικός, γενικός, καθολικός, αναλυτικός, εκτεταμένος, καθολικός, γενικός, χαχόλικος, φαρδύς, ευρύς, αντιπροσωπευτικός, αναλυτικός, εκτενής, απέραντος, άνετος, φαρδύς, πλατύς, γενικός, αόριστος, επεκτείνω την έρευνα, υπεραναλύω, υπερεπεξεργάζομαι, παρουσιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης amplio

μεγαλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No la amplíes demasiado porque perderá nitidez.

διευρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El profesor sugirió a James que ampliara el alcance de su ensayo para incorporar los puntos de vista más controvertidos sobre el tema.

φαρδαίνω, πλαταίνω, πλατύνω, διευρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La solución a todos estos problemas de tránsito es ampliar la autopista.

αυξάνω, πολλαπλασιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ahora que el negocio está dando ganancias, es tiempo de ampliar las operaciones.

μεγεθύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las fotos pequeñas se pueden ampliar si no se identifica la imagen.
Οι μικρές φωτογραφίες μπορεί να χρειαστεί να μεγεθυνθούν αν δεν μπορούν να αναγνωριστούν.

επεκτείνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ley de cinturones de seguridad ha sido ampliada para incluir los asientos traseros.
Ο νόμος για τη ζώνη ασφαλείας έχει επεκταθεί και στα πίσω καθίσματα.

αυξάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φουσκώνω

(μαγειρική)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La levadura hace que el pan se expanda.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Όλα τα σώματα διαστέλλονται με τη θερμότητα.

επεκτείνω

(προσθήκη νέου τμήματος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Van a extender la vereda para bicicletas tres kilómetros más.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Παρατηρήσαμε ότι η μεταλλική ράβδος επιμηκύνθηκε όταν την θερμάναμε.

φαρδαίνω, πλαταίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La autoridad de carreteras tiene planes para ensanchar esta carretera, para gestionar el flujo de tráfico adicional que se espera cuando abra el aeropuerto el año que viene.
Η αρμόδια υπηρεσία για τους αυτοκινητοδρόμους σχεδιάζει να πλατύνει αυτόν τον δρόμο για να δεχτεί την αναμενόμενη αυξημένη κίνηση όταν θα λειτουργήσει το αεροδρόμιο του χρόνου.

μεγιστοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Qué podemos hacer para maximizar las ganancias de esta empresa?
Τι μπορούμε να κάνουμε για να μεγιστοποιήσουμε τα κέρδη από αυτή την επιχείρηση;

μεγεθύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los binoculares aumentan las imágenes.

επιμηκύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διευρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El mánager del violinista está intentando expandir el atractivo de la música clásica a un público más amplio.
Ο μάναντζερ του βιολιστή προσπαθεί να διευρύνει τη γοητεία της κλασικής μουσικής σε ένα μεγαλύτερο κοινό.

μεγεθύνω

(tamaño)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναπτύσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tienes que expandir tus notas a oraciones completas.
Πρέπει να αναπτύξεις τις σημειώσεις σου σε πλήρεις προτάσεις.

επεκτείνομαι σε κτ

Me gustaría discutir lo que has dicho antes sobre el vínculo entre pobreza y mala nutrición.

φαρδύς, πλατύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hay un espacio amplio entre los dos edificios.
Υπάρχει ένα φαρδύ κενό ανάμεσα στα δυο κτίρια.

ευρύς, εξαπλωμένος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκτενής, ευρύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El autor claramente tiene un amplio conocimiento de la historia natural.

επεκτατικός, ευρύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los intereses de Violet son amplios y eclécticos.

ομπρέλα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Muchos psiquiatras piensan que "esquizofrenia" es un término amplio que engloba un número de desórdenes mentales diferentes.
Πολλοί ψυχίατροι πιστεύουν ότι ο όρος σχιζοφρένεια είναι λενας καθολικός όρος που καλύπτει αρκετές ψυχικές διαταραχές.

ευρύς, εκτεταμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tiene una amplia experiencia en leyes comerciales.

γενικός, συνολικός, περιεκτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El examen será completo y abarcará todo lo que hemos estudiado este semestre.

ευρύχωρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mi nuevo auto es espacioso para ser un auto compacto.

ευρύχωρος, απλόχωρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ευρύχωρος, απλόχωρος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συνολικός, καθολικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εκτενής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η αστυνομία ξεκίνησε εκτενή έρευνα.

τεράστιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Carol miró fijamente la vasta roca, sin saber si escalarla o si buscar un camino alrededor de ella.
Η Κάρολ κοιτούσε τον τεράστιο βράχο χωρίς να είναι σίγουρη εάν θα έπρεπε να τον σκαρφαλώσει ή να βρει έναν τρόπο να περάσει γύρω του.

μεγάλος, τεράστιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
En algunos países hay una profunda brecha entre los ricos y los pobres.

περιεκτικός, ευρύς, γενικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los padres quieren que sus hijos reciban una educación completa.

γενικός, καθολικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los ciudadanos expresaron su rechazo general a los productos genéticamente modificados.
Οι κάτοικοι της πόλης εξέφρασαν τη γενική αποδοκιμασία τους για τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα.

αναλυτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ben era buen estudiante y siempre tomaba notas minuciosas en clase.
Ο Μπεν ήταν καλός μαθητής και πάντα κράταγε αναλυτικές σημειώσεις στην τάξη.

εκτεταμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La policía inició una búsqueda extensa para tratar de encontrar al delincuente.
Η αστυνομία ξεκίνησε εκτεταμένη έρευνα στην προσπάθεια εντοπισμού του εγκληματία.

καθολικός, γενικός

(gustos, intereses, opiniones)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

χαχόλικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lisa prefiere una blusa suelta a una muy ajustada.

φαρδύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Prefiero la ropa suelta y ligera.

ευρύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El uso extendido de la piedra como material de construcción a nivel local le ha dado una apariencia uniforme a los edificios de esta zona.

αντιπροσωπευτικός, αναλυτικός, εκτενής

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απέραντος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La extensa vista de los campos y las montañas era impresionante.
Η απέραντη θέα με τα λιβάδια και τα βουνά ήταν εντυπωσιακή.

άνετος

adjetivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El equipo llevaba una amplia (or: holgada) ventaja en el juego.
Η ομάδα είχε άνετο προβάδισμα στον αγώνα.

φαρδύς, πλατύς

adjetivo (μέγεθος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vive en una calle ancha bordeada de árboles.
Ζει σε έναν φαρδύ (or: πλατύ), δεντρόφυτο δρόμο.

γενικός, αόριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επεκτείνω την έρευνα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La policía amplió la búsqueda para encontrar al fugitivo.

υπεραναλύω, υπερεπεξεργάζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρουσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Informaremos sobre este tema en nuestra siguiente emisión.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του amplio στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.