Τι σημαίνει το aplicar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aplicar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aplicar στο πορτογαλικά.

Η λέξη aplicar στο πορτογαλικά σημαίνει διακοσμώ, στολίζω, χρησιμοποιώ, απλικάρω κτ σε κτ, εφαρμόζω, βάζω, εφαρμόζω, ψεκάζω, απλώνω, απλώνω κτ σε κπ/κτ, χρησιμοποιώ, αξιοποιώ, ασκώ, πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτ, απλώνω κτ πάνω σε κτ, κάνω ένεση ναρκωτικών, σουτάρω, βαράω ένεση, πασαλείβω, πασαλείφω, ψεκάζω, απλώνω, ψεκάζω κτ/κπ με κτ, εφαρμόζω, εφαρμόζω, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ, εφαρμόζω, ξαναβάζω, επεξεργάζομαι με ιώδιο, εφαρμόσιμος, ψεκάζω, ισχύω, τη στήνω, ισχύω, απλώνω, στρώνω, απλώνω με σφουγγάρι, συγκεντρώνομαι, προσπαθώ, βάζω ρουζ σε κτ, βάζω ταλκ, περνάω αντιδιαβρωτική επίστρωση σε κτ, αποτυπώνω κτ με στένσιλ πάνω σε κτ, αφοσιώνομαι σε κτ, αφιερώνομαι σε κτ, διακοσμώ κτ με στένσιλ, αλείφω, απλώνω, σταθμίζομαι, βάζω κρέμα, σμαλτώνω, βάζω λιπ γκλος, εξετάζω, βάζω τζελ, βάζω ζελέ, αλείφω κτ σε κτ, απλώνω κτ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aplicar

διακοσμώ, στολίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χρησιμοποιώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela conseguiu aplicar as suas competências no novo projeto.
Η Ώντρεϋ εφαρμόζει την ίδια μέθοδο με την προηγούμενη φορά.

απλικάρω κτ σε κτ

verbo transitivo (adorno decorativo de tecido)

εφαρμόζω

verbo transitivo (pôr algo em uso)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela foi capaz de aplicar suas habilidades no novo projeto.
Μπόρεσε να εφαρμόσει τις δεξιότητές της στο νέο πρότζεκτ.

βάζω

verbo transitivo (castigo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εφαρμόζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O trabalho de um juiz é aplicar a lei, não fazer novas leis.
Η δουλειά των δικαστών είναι να επιβάλλουν τους νόμους κι όχι να δημιουργούν νέους.

ψεκάζω

(com spray)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Helen aplicou o produto de limpeza nas janelas.
Η Χέλεν ψέκασε το καθαριστικό στα παράθυρα.

απλώνω

verbo transitivo (espalhar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor aplique (or: passe) filtro solar antes de sair.
Σε παρακαλώ βάλε αντηλιακό πριν βγεις έξω.

απλώνω κτ σε κπ/κτ

verbo transitivo

Aplique (or: Passe) o hidratante generosamente no rosto e no pescoço.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το μονωτικό υλικό εφαρμόζεται με ρολό.

χρησιμοποιώ, αξιοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Precisamos empregar todas as estratégias disponíveis se quisermos ter êxito.
Πρέπει να αξιοποιήσουμε (or: εκμεταλλευτούμε) όλες τις στρατηγικές που έχουμε διαθέσιμες αν θέλουμε να πετύχουμε.

ασκώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John exerceu pressão considerável contra a porta, mas ela não cedeu.
Ο Τζον άσκησε αρκετή δύναμη στην πόρτα, αλλά αυτή δεν κουνιόταν.

πασαλείβω κτ σε κτ, πασαλείφω κτ σε κτ

απλώνω κτ πάνω σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω ένεση ναρκωτικών, σουτάρω, βαράω ένεση

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
As marcas no braço dele indicavam que ele injetava frequentemente.
Τα σημάδια στα χέρια του έδειχναν ότι βάραγε συχνά ενέσεις.

πασαλείβω, πασαλείφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψεκάζω

(desodorante, com spray)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Liam colocou desodorante embaixo dos braços.
Ο Λίαμ ψέκασε αποσμητικό στις μασχάλες του.

απλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O carpinteiro pincelou mais tinta na mesa.
Ο ξυλουργός άπλωσε περισσότερη μπογιά στο τραπέζι.

ψεκάζω κτ/κπ με κτ

(com spray)

Patrick aplicou verniz na mesa.
Ο Πάτρικ ψέκασε το τραπέζι με γυαλιστικό.

εφαρμόζω

(aplicar algo a) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele tratou a mesa com uma solução de limpeza protetora.
Άλειψε το τραπέζι με ένα προστατευτικό καθαριστικό διάλυμα.

εφαρμόζω, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ

(κάτι σε κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gordon aplicou seus conhecimentos de mecânica para construir e pilotar aeronaves.

εφαρμόζω

(lei, regra)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O diretor da escola fazia cumprir as regras sem abrir nenhuma exceção.
Ο διευθυντής εφάρμοσε τους κανόνες χωρίς να κάνει καθόλου εξαιρέσεις.

ξαναβάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επεξεργάζομαι με ιώδιο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εφαρμόσιμος

verbo pronominal/reflexivo (μπορεί να εφαρμοστεί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este regulamento se aplica em todos os Estados membros da União Europeia.
Ο κανονισμός είναι εφαρμοστέος σε όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

ψεκάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ισχύω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nesta nova situação, as velhas regras não se aplicam.
Σε αυτήν την περίπτωση, οι παλιοί κανόνες δεν ισχύουν.

τη στήνω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estou-lhe dizendo: a polícia me incriminou falsamente. Não fui eu quem fez isso.
Η αστυνομία με παγίδευσε σας λέω! Δεν το έκανα εγώ!

ισχύω

verbo pronominal/reflexivo (σε/για κάτι/κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As diretrizes não se aplicam a este caso.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες δεν ισχύουν σε αυτήν την περίπτωση.

απλώνω, στρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απλώνω με σφουγγάρι

expressão verbal (aplicar com uma esponja)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγκεντρώνομαι, προσπαθώ

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αν συγκεντρωθείς, θα επιτύχεις.

βάζω ρουζ σε κτ

locução verbal (cosmético)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω ταλκ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περνάω αντιδιαβρωτική επίστρωση σε κτ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποτυπώνω κτ με στένσιλ πάνω σε κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αφοσιώνομαι σε κτ, αφιερώνομαι σε κτ

διακοσμώ κτ με στένσιλ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλείφω, απλώνω

(κτ σε κτ, κτ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Minha avó costumava passar gordura de ganso no peito de meu pai quando ele tinha tosse.
Παλιά, η γιαγιά μου άλειφε λίπος χήνας στο στήθος του πατέρα μου όταν είχε βήχα.

σταθμίζομαι

locução verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Aos números, foi aplicado um coeficiente para refletir a densidade populacional.
Στάθμισαν τους αριθμούς για να αντιπροσωπεύουν την πυκνότητα του πληθυσμού.

βάζω κρέμα

expressão verbal (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σμαλτώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βάζω λιπ γκλος

(nos lábios, BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξετάζω

(συχνά στην παθητική)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No final do ano a escola vai aplicar um exame para seus alunos em todas as suas matérias.

βάζω τζελ, βάζω ζελέ

(στα μαλλιά μου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλείφω κτ σε κτ, απλώνω κτ σε κτ

(με μικρές κινήσεις)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aplicar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.