Τι σημαίνει το apostar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης apostar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του apostar στο ισπανικά.
Η λέξη apostar στο ισπανικά σημαίνει στοιχηματίζω σε κτ, τοποθετώ ένα στοίχημα, τζογάρω, στοιχηματίζω, παίζω, ποντάρω παρολί, παίζω στοίχημα, στοιχηματίζω, ποντάρω, στοιχηματίζω, πάω στοίχημα με κπ για κτ, παίζω τυχερά παιχνίδια, ποντάρω, στοιχηματίζω, ποντάρω, βάζω στοίχημα, στοιχηματίζω, εγγυώμαι, στοιχηματίζω ότι, πάω στοίχημα ότι, πάω στοίχημα, ό,τι στοίχημα θες, ορκίζομαι σε κτ, ρισκάρω, τολμώ, βάζω στοίχημα για κτ, στοιχηματίζω σε κτ, ποντάρω κτ σε κτ, στοιχηματίζω σε κτ, ποντάρω σε κτ, στοιχηματίζω, επενδύω σε κτ, επενδύω πολλά σε κτ, στοιχηματίζω, στοιχηματίζω κατά, αποκλείω, στοιχηματίζω, ποντάρω, στοιχηματίζω, σε πάω στοίχημα, πάω στοίχημα, ποντάρω σε κτ, στοιχηματίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης apostar
στοιχηματίζω σε κτverbo transitivo ¿Quieres apostar cien euros en esta pelea? |
τοποθετώ ένα στοίχημα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τζογάρω, στοιχηματίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Raramente apuesto, pero no pude evitar hacer una apuesta por ese caballo. |
παίζω, ποντάρω παρολίverbo transitivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
παίζω στοίχημαverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Apostar es una pérdida de dinero. Είναι σπατάλη χρημάτων να παίζει κανείς στοίχημα. |
στοιχηματίζω, ποντάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mujer apostó los ahorros de toda su vida en el casino y perdió todo. |
στοιχηματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η απόδοση είναι 11/2 άρα αν στοιχηματίσεις 2 λίρες και το άλογό σου κερδίσει θα πάρεις 11 λίρες. |
πάω στοίχημα με κπ για κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Te apuesto cien dólares. |
παίζω τυχερά παιχνίδιαverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No se permite apostar a los menores. |
ποντάρωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Creo que voy a apostarle veinte dólares a este caballo. Me parece que va a ganar. |
στοιχηματίζω, ποντάρω(κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Apostó cincuenta dólares a ese caballo. Πόνταρε πενήντα δολάρια στο άλογο. |
βάζω στοίχημαverbo transitivo (σε/με κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Te apuesto diez a una que él no estuvo ahí para nada. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Στοιχηματίζω ότι δεν θα έρθει στη μάθημα σήμερα. |
στοιχηματίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ben apostó 100 libras en la carrera. |
εγγυώμαι(figurado) (κτ ή ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Es viernes por la tarde y ya veo que Adam se marchó temprano otra vez; apuesto a que está en el bar. |
στοιχηματίζω ότι, πάω στοίχημα ότιlocución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puedes apostar la vida a que María le va a decir a la maestra lo que hicimos. |
πάω στοίχημαlocución interjectiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ό,τι στοίχημα θεςlocución verbal (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puedes apostar hasta el último centavo que volveré a casa a tiempo para la cena. |
ορκίζομαι σε κτ(μεταφορικά) |
ρισκάρω, τολμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella quiso apostar por él pese a su falta de experiencia. Ρίσκαρε δίνοντάς του προαγωγή παρά την ελλειπή εμπειρία του. |
βάζω στοίχημα για κτ
|
στοιχηματίζω σε κτ
Alan es adicto a la adrenalina que le da apostar en los dados. |
ποντάρω κτ σε κτ
Ed apostó su coche en un juego de póker y perdió. |
στοιχηματίζω σε κτ
Rita apostó a un caballo en las carreras. Η Ρίτα στοιχημάτισε σε ένα άλογο στον ιππόδρομο. |
ποντάρω σε κτ
Me gustaría llegar a la estación al menos treinta minutos antes; no quiero apostar a que el tren se retrase. Θα ήθελα να πάω στον σταθμό τουλάχιστον τριάντα λεπτά νωρίτερα. Δε θέλω να ποντάρω στο ότι το τρένο μπορεί να καθυστερήσει. Όταν στηρίζεσαι (or: βασίζεσαι) στον καιρό, δεν κερδίζεις πάντα. |
στοιχηματίζω(figurado) (μεταφορικά: για κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επενδύω σε κτ, επενδύω πολλά σε κτ(μεταφορικά) Puso mucho en aquella relación, es una pena que terminaran rompiendo. Πραγματικά επένδυσε σε εκείνη τη σχέση. Κρίμα που χώρισαν. |
στοιχηματίζω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Apuesto que Ian no vendrá a trabajar hoy. Πάω στοίχημα (or: Βάζω στοίχημα) ότι ο Ίαν δεν θα έρθει στη δουλειά σήμερα. |
στοιχηματίζω κατά
Oscar perdió su dinero porque apostó contra el caballo ganador. |
αποκλείω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No apostaría contra que consiga el aumento. |
στοιχηματίζω, ποντάρω(σε κάτι/κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Por cuál caballo debemos apostar? |
στοιχηματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le gusta jugar a los caballos. |
σε πάω στοίχημα, πάω στοίχημαlocución verbal (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Te apuesto que el examen de matemáticas será fácil. |
ποντάρω σε κτ
Richard apostó por el palomino. |
στοιχηματίζω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dawn apostó que el aprendiz nuevo duraría menos de un mes. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του apostar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του apostar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.