Τι σημαίνει το apoyo στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης apoyo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του apoyo στο ισπανικά.

Η λέξη apoyo στο ισπανικά σημαίνει υποστηρίζω, υποστηρίζω, παίρνω υπόψιν, παίρνω υπόψη, εγκολπώνομαι, ενστερνίζομαι, στηρίζω, υποστηρίζω, στηρίζω σε, γέρνω πάνω σε, στηρίζω, στερεώνω, στηρίζω, ενισχύω, στηρίζω, υποστηρίζω, ενισχύω, είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι στο πλευρό κάποιου, στηρίζω, υποστηρίζω, υποστηρικτικός, βοηθώ σε κτ, είμαι μαζί με κπ, είμαι δίπλα σε κπ, υποστηρίζω, υποστηρίζω, στηρίζω, υποστηρίζω, υποστηρίζω, επιβεβαιώνω, εγκρίνω, υποστηρίζω, στηρίζω, φέρω, στηρίζω κτ σε κτ, αναπτύσσω, ενισχύω, υποστηρίζω, ανεβάζω, στηρίζω, στηρίζω, υποστηρίζω, υποστηρίζω, υπερασπίζομαι, υποστηρίζω, ενθαρρύνω, είμαι με κάποιον, είμαι με το μέρος κάποιου, υποστηρίζω, υποστηρίζω, στήριξη, υποστήριξη, υποστήριξη, στήριξη, συμπαράσταση, στήριγμα, ενθάρρυνση, υποστήριξη, στήριξη, βάση, υποστήριξη, στήριξη, ενίσχυση, ενδυνάμωση, υποστήριξη, προώθηση, υποστήριξη, στήριξη, υποστήριξη, στήριξη, ενισχύσεις, περβάζι, υποστήριξη, υπεράσπιση, προάσπιση, αποδοχή, έγκριση, ενίσχυση θεμελίωσης, δεκανίκι, στήριγμα, στήριγμα, συμπάθεια, υποστηρικτής, στήριγμα, υποστηρίζω, στηρίζω, χρηματοδοτώ, στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ, στηρίζω μια πρόταση, στηρίζω, είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι πλάι σε κπ, μένω δίπλα σε κπ, παίρνω το μέρος κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης apoyo

υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El senador nunca apoyaría esa ley; ¡va en contra de sus principios!
Ο γερουσιαστής δεν θα υποστηρίξει ποτέ αυτό το νομοσχέδιο. Είναι ενάντια στις αρχές του!

υποστηρίζω

(κάτι ή ότι πρέπει να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apoyaba el aumento de impuestos.
Υποστήριζε ότι πρέπει να αυξηθούν οι φόροι.

παίρνω υπόψιν, παίρνω υπόψη

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No estaba preparada para apoyar mis ideas.

εγκολπώνομαι, ενστερνίζομαι

(una causa) (ιδέα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Libremente apoya opiniones que son populares entre las celebridades.

στηρίζω, υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στηρίζω σε, γέρνω πάνω σε

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Apoyó la escalera contra el muro y trepó hasta la ventana.

στηρίζω, στερεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apoyó el libro para poder leer y tejer al mismo tiempo.
Στερέωσε (or: Στήριξε) το βιβλίο της για να έχει τα χέρια της ελεύθερα για το πλέξιμο.

στηρίζω, ενισχύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La comunidad apoyó al político.
Η υποστήριξη της κοινότητας ενίσχυσε τον πολιτικό.

στηρίζω, υποστηρίζω, ενισχύω

(argumento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su conclusión es apoyada por la evidencia.
Τα συμπεράσματά του ενισχύονται από αδιάσειστες αποδείξεις.

είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι στο πλευρό κάποιου

(μεταφορικά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
La esposa del diputado lo apoyó cuando fue acusado de malgastar los fondos públicos.
Η σύζυγος του πολιτικού ήταν δίπλα του όταν κατηγορήθηκε για κατάχρηση δημόσιου χρήματος.

στηρίζω, υποστηρίζω

verbo transitivo (figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο καινούριος υπουργός πρέπει να στηρίξει την πολιτική της κυβέρνησης για την περικοπή των παροχών.

υποστηρικτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los padres de Gareth siempre apoyan sus decisiones.

βοηθώ σε κτ

Me pidieron que apoyara una causa en la que no creo.

είμαι μαζί με κπ, είμαι δίπλα σε κπ

verbo transitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La muchedumbre respondió a su discurso gritando: "¿Te apoyamos, Amelia!"

υποστηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Te apoyaré pase lo que pase, puedes confiar en mí.
Θα σε υποστηρίξω ο,τι και να γίνει, μπορείς να βασιστείς πάνω μου.

υποστηρίζω, στηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Apoyo a este candidato a alcalde.
Υποστηρίζω (or: Στηρίζω) αυτόν τον υποψήφιο για δήμαρχο.

υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las fanáticos apoyan al equipo con entusiasmo.

υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El partido ha elegido apoyar al candidato.

επιβεβαιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El juez apoyó la decisión de la cámara baja.

εγκρίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jefe respaldó la propuesta de Karen de hacer más eficiente a la oficina.
Το αφεντικό ενέκρινε το σχέδιο της Κάρεν να κάνει τη δουλειά στο γραφείο πιο αποτελεσματική.

υποστηρίζω, στηρίζω

(κτίσμα, κτίριο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu casa deberá ser apuntalada para evitar que colapse.
Στο σπίτι σου θα πρέπει να ενισχυθούν τα θεμέλια για να αποτραπεί η κατάρρευσή του.

φέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στηρίζω κτ σε κτ

Úrsula sostuvo la pala contra la pared mientras ponía la planta en el hoyo que había cavado.
Η Ούρσουλα στήριξε το φτυάρι στον τοίχο ενώ έβαζε το φυτό μέσα στην τρύπα που μόλις είχε ανοίξει.

αναπτύσσω, ενισχύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ciudad promueve la educación y ahora tiene los mejores estudiantes del estado.
Η πόλη ενίσχυσε το εκπαιδευτικό της σύστημα και τώρα έχει τους καλύτερους μαθητές της πολιτείας.

υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανεβάζω

(ηθικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los gritos de la multitud alentaron al equipo.
Οι επευφημίες του κοινού ανέβασαν το ηθικό της ομάδας.

στηρίζω

(apoyar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nuestro partido intenta promover al candidato.

στηρίζω, υποστηρίζω

(físicamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El techo y el suelo del piso de arriba están sostenidos con vigas de roble.

υποστηρίζω, υπερασπίζομαι

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποστηρίζω

(κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενθαρρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι με κάποιον, είμαι με το μέρος κάποιου

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Puedes ganar! Todos estamos contigo.

υποστηρίζω

(causa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si prometes no cambiar de idea, respaldaré tus esfuerzos para limpiar el parque.
Αν υποσχεθείς να μην αλλάξεις γνώμη, θα υποστηρίξω τις προσπάθειές σου για καθαρισμό του πάρκου.

υποστηρίζω

(AR, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siempre ha hinchado por los perdedores.

στήριξη, υποστήριξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hay mucho apoyo popular para el movimiento en favor de la comida orgánica.
Υπάρχει μεγάλη στήριξη από τον κόσμο για το κίνημα βιολογικών τροφίμων.

υποστήριξη, στήριξη, συμπαράσταση

nombre masculino (emocional) (ψυχολογική βοήθεια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El apoyo de su familia a lo largo de su divorcio fue importante para él.
Η βοήθεια της οικογένειας του όταν πήρε διαζύγιο, ήταν σημαντική για αυτόν.

στήριγμα

nombre masculino (ser soporte de algo o alguien)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Su hijo fue un gran apoyo para ella en sus últimos años.

ενθάρρυνση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Con el apoyo de sus profesores, Martha consiguió entrar en la universidad.
Με τη στήριξη της δασκάλας της, η Μάρθα κατάφερε να μπει στο πανεπιστήμιο.

υποστήριξη, στήριξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sin el apoyo de Maria, Andy nunca habría tenido éxito en los negocios.

βάση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Miles es el apoyo de este plan. Sin él, no podemos hacerlo.

υποστήριξη, στήριξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El partido está unido en su apoyo a este candidato.
Το κόμμα είναι ομόφωνο στην υποστήριξη αυτού του υποψηφίου.

ενίσχυση, ενδυνάμωση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi amigo estaba perdiendo la discusión y me miró en busca de apoyo.

υποστήριξη, προώθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υποστήριξη, στήριξη

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υποστήριξη, στήριξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El grupo antiarmas tiene el respaldo de miles de personas en la ciudad.

ενισχύσεις

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Cuando el policía vio que no podía manejar la situación, pidió refuerzos.
Όταν ο αστυνομικός συνειδητοποίησε πως δεν μπορούσε να ελέγξει μόνος του την κατάσταση, κάλεσε ενισχύσεις.

περβάζι

(ventana)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
James cerró la ventana y puso la llave sobre el alféizar.

υποστήριξη, υπεράσπιση, προάσπιση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La supermodelo fue criticada por su defensa de los derechos de los animales.
Το σούπερ μοντέλο επικρίθηκε για την υποστήριξή των δικαιωμάτων των ζώων.

αποδοχή, έγκριση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El Presidente cuenta con la aprobación de la gran mayoría de los ciudadanos.
Ο πρόεδρος έχει την αποδοχή της ευρείας πλειοψηφίας των πολιτών του έθνους.

ενίσχυση θεμελίωσης

(οικοδομικά έργα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δεκανίκι

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Creo que estás usando tu religión como una muleta.
Θεωρώ πως χρησιμοποιείς τη θρησκεία σου για δεκανίκι.

στήριγμα

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cuando su madre murió, Bebe fue el faro de Dexter.

στήριγμα

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mi hermano es mi roca.

συμπάθεια

(θετική στάση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A pesar de la postura oficial del partido, el político sentía cierta solidaridad por la causa rebelde.

υποστηρικτής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στήριγμα

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él apoya a los Yankees.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Γιάννης είναι ΑΕΚ.

στηρίζω

(emocional)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su familia lo apoyó a lo largo de su divorcio.

χρηματοδοτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La empresa financió una gran campaña difamatoria contra su competencia.
Η εταιρεία χρηματοδότησε μια τεράστια καμπάνια λασπολογίας κατά ενός ανταγωνιστή.

στέκομαι πλάι σε κπ, είμαι δίπλα σε κπ

locución verbal (figurado) (μτφ: συμπαράσταση)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

στηρίζω μια πρόταση

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στηρίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είμαι δίπλα σε κπ, στέκομαι πλάι σε κπ

(μτφ: συμπαράσταση)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

μένω δίπλα σε κπ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω το μέρος κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El partido espera que el ministro lo apoye.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του apoyo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.