Τι σημαίνει το cara στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cara στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cara στο ισπανικά.

Η λέξη cara στο ισπανικά σημαίνει πρόσωπο, θράσος, μπροστινή πλευρά, πλευρά, εκπρόσωπος, έδρα, βουνοπλαγιά, εμφάνιση του προσώπου, κορώνα, ηγέτης, ηγέτιδα, πλευρά, πρόσωπο, μουσούδα, πρόσωπο, διακοσμητικό πρόσωπο, καντράν, ακριβός, ακριβός, ακριβός, ακριβός, ακριβός, ακριβά, με μεγάλο τίμημα, ακριβά, ακριβός, ακριβός, που μου στοιχίζει ακριβά, που στοιχίζει ακριβά, καλός, ακριβός, στην καρδιά σου, πρόσωπο με πρόσωπο, τα μαλλιά της κεφαλής μου, εισβάλλω, ανέκφραστα, κατ΄ ιδίαν, θράσος, αποδοκιμάζω, μη χολοσκάς, θράσος, ευθύνη, υπαιτιότητα, περιποιημένος, αντιμετωπίζω, ένας προς έναν, ανέκφραστος, ανέκφραστος, που έχει τετράγωνο πρόσωπο, με πρόσωπο, με σοβαρό ύφος, βλοσυρός, στρογγυλοπρόσωπος, ανέκφραστα, αυτοπροσώπως, κατά πρόσωπο, κατάφατσα, κατά μέτωπο, κατά μέτωπον, κατά πρόσωπο, ξεδιάντροπα, ξετσίπωτα, αδιάντροπα, με το πρόσωπο προς τα κάτω, πρόσωπο με πρόσωπο, από κοντά, αντιμέτωπος με το θάνατο, ψηλά το κεφάλι, Σα δε ντρέπεσαι!, διπλότυπο, πετσετάκι, πανάκι, μικροδείχνω, μούτρα, ο κούκος αηδόνι, συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο, κόντρα άνεμος, βόρειο τμήμα, βόρεια πλευρά, ιδιωτική συζήτηση, εξωτερική επιφάνεια, αποπληρωμή, εξόφληση, τριχοφυία προσώπου, παίζω κορώνα - γράμματα, αγγελικό πρόσωπο, ζωγραφική προσώπου, πίσω πλευρά, άλλη πλευρά, κρυφή πτυχή, τοπικό πλύσιμο, χρίσμα με αίμα, σοβαρό πρόσωπο, φωτογραφία πορτραίτου, παιχνίδι στοιχημάτων που παίζεται με νομίσματα, η άλλη πλευρά του νομίσματος, η άλλη όψη του νομίσματος, κορώνα ή γράμματα, ανέκφραστο πρόσωπο, κουκουτά, κουκουτσά, παραπονεμένο βλέμμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cara

πρόσωπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La bola le pegó en la cara.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δε μου αρέσει η μάπα (or: μούρη) του.

θράσος

(coloquial, figurado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¡Y tuvo la cara de pedirme más dinero!
Είχε το θράσος να μου ζητήσει περισσότερα λεφτά!

μπροστινή πλευρά

nombre femenino

No puedo ver esa cara del papel, ¿puedes mostármela mejor?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τοποθέτησε την κάρτα στο τραπέζι με την μπροστινή πλευρά προς τα κάτω.

πλευρά

nombre femenino (geometría)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un cubo tiene seis caras.
Ένας κύβος έχει έξι πλευρές.

εκπρόσωπος

nombre femenino (figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
La cara del partido debe ser alguien que atraiga a todos los votantes.
Ο εκπρόσωπος του κόμματος πρέπει να είναι κάποιος που είναι αρεστός σε όλους τους ψηφοφόρους.

έδρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La luz brillaba a través de las caras del diamante.

βουνοπλαγιά

(de una montaña) (πλαγιά βουνού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La cara de la montaña es empinada y llena de rocas.

εμφάνιση του προσώπου

nombre femenino (informal)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Por su cara creí que tenía solo 35.

κορώνα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
"¿Cara o cruz?" preguntó ella, lanzando la moneda.
«Κορώνα ή γράμματα;» ρώτησε στρίβοντας το νόμισμα.

ηγέτης, ηγέτιδα

nombre femenino (figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

πλευρά

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Voltee la hoja a la otra cara.
Γύρνα το χαρτί από την άλλη μεριά.

πρόσωπο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Tengo un chiste que te alegrará la cara.

μουσούδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La cara del gato era blanca y negra.

πρόσωπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διακοσμητικό πρόσωπο

La reina es solo una figura; no tiene poder real.

καντράν

(ρολόι)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La segunda manecilla dio la vuelta a la esfera.
Ο δείκτης των δευτερολέπτων γύριζε γύρω γύρω στο καντράν.

ακριβός

(χρηματικό ποσό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las casas son muy caras en esta zona.
Τα σπίτια σε αυτήν την περιοχή είναι πολύ ακριβά.

ακριβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las joyerías lujosas son demasiado caras para la mayoría de la gente.
Τα καλά κοσμηματοπωλεία είναι υπερβολικά ακριβά για τους περισσότερους ανθρώπους.

ακριβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los Sullivan vivían en la zona cara de la ciudad.

ακριβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακριβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακριβά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Comprar un nuevo guardarropa te costará caro.

με μεγάλο τίμημα

adjetivo (figurado) (μεταφορικά)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Esta negligencia le va a salir cara.

ακριβά

adjetivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
En esa tienda venden las cosas muy caras.
Πουλάνε πολύ ακριβά πράγματα σε αυτό το μαγαζί.

ακριβός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ακριβός

(μεγάλο κόστος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Trata de elegir ingredientes que no sean muy costosos.
Προσπάθησε να επιλέγεις συστατικά που δεν είναι πολύ ακριβά.

που μου στοιχίζει ακριβά, που στοιχίζει ακριβά

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cometimos un costoso error que nos retrasó varios días.

καλός

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cuando Jessica se hizo rica, empezó a comer en restaurantes lujosos.
Όταν πλούτισε, η Τζέσικα άρχισε να τρώει σε καλά εστιατόρια.

ακριβός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στην καρδιά σου

adjetivo (formal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Es un tema preciado para mí.

πρόσωπο με πρόσωπο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα μαλλιά της κεφαλής μου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Harry pagó una fortuna por ese traje.

εισβάλλω

(ES, coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No les gustará que nos colemos.

ανέκφραστα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατ΄ ιδίαν

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

θράσος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¡Qué descaro tiene la chica! ¡Cómo se atreve a hablarme así!

αποδοκιμάζω

(δεν εγκρίνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Después del divorcio de sus padres, Alberto reprochó a su padre.

μη χολοσκάς

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Ánimo! Perder una carrera no es el fin del mundo.
Μη χολοσκάς! Η ήττα σε έναν αγώνα δεν είναι το τέλος του κόσμου.

θράσος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¡Qué descaro tienes, presentarte aquí después de lo que hiciste!
Έχεις μεγάλο θράσος να εμφανίζεσαι εδώ μετά από ό,τι έκανες!

ευθύνη, υπαιτιότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La culpa del accidente aéreo recayó sobre el piloto.
Η ευθύνη για το αεροπορικό δυστύχημα αποδόθηκε στον πιλότο.

περιποιημένος

locución verbal (coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las cortinas nuevas le han cambiado la cara a esta habitación.
Οι καινούριες κουρτίνες έκαναν το δωμάτιο να δείχνει περιποιημένο.

αντιμετωπίζω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ξέσπασε σε δάκρυα όταν ήρθε αντιμέτωπη με την απιστία του συζύγου της.

ένας προς έναν

locución adverbial

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ανέκφραστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανέκφραστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει τετράγωνο πρόσωπο

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με πρόσωπο

(ιδιότητα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με σοβαρό ύφος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La profesora con cara seria regañó a los estudiantes.

βλοσυρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mr. Henderson era un hombre de cara larga que nunca sonreía.

στρογγυλοπρόσωπος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ανέκφραστα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αυτοπροσώπως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estaba muy emocionado de ver a su músico favorito en persona.
Ήταν απίστευτα ενθουσιασμένος που είδε τον αγαπημένο του μουσικό από κοντά.

κατά πρόσωπο, κατάφατσα

expresión (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tuvo un accidente de moto tan terrible que se podría decir que estuvo cara a cara con la muerte.

κατά μέτωπο, κατά μέτωπον

locución adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tratarán el asunto cara a cara y con las cartas sobre la mesa.

κατά πρόσωπο

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
No me importa decirte a la cara que creo que eres un tonto.

ξεδιάντροπα, ξετσίπωτα, αδιάντροπα

locución nominal femenina (CL, figurado, coloquial)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

με το πρόσωπο προς τα κάτω

locución adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Coloca el documento de cara al suelo sobre el cristal para escanearlo.

πρόσωπο με πρόσωπο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nos escribimos correos electrónicos durante un año antes de conocernos cara a cara.
Ανταλλάζαμε email για ένα χρόνο πριν τελικά βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο. Είχαμε δει φωτογραφίες ο ένας του άλλου, αλλά την πρώτη φορά που συναντηθήκαμε πρόσωπο με πρόσωπο σοκαριστήκαμε.

από κοντά

locución adverbial (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Este viaje será una oportunidad única para estar cara a cara con la naturaleza.

αντιμέτωπος με το θάνατο

expresión

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψηλά το κεφάλι

(coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
¡Alegra esa cara! Ya terminamos.

Σα δε ντρέπεσαι!

locución interjectiva (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

διπλότυπο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Los informes son impresiones a dos caras.

πετσετάκι, πανάκι

(για πλύσιμο σώματος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μικροδείχνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Tiene tal cara de bebé que nunca pensarías que tiene más de treinta.

μούτρα

(figurado) (μεταφορικά: λύπη, γκρίνια)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Tienes todo lo que querías, ¿por qué la cara larga?

ο κούκος αηδόνι

locución nominal masculina (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No, el precio es demasiado elevado. Quiere un ojo de la cara por ese coche viejo.
Όχι, η τιμή είναι πολύ υψηλή - θέλει τη μάνα του και τον πατέρα του γι' αυτό το παλιάμαξο.

συνάντηση πρόσωπο με πρόσωπο

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cuando se discuten cosas como estas suele ser mejor un encuentro cara a cara.

κόντρα άνεμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Había mucho viento que venía de cara así que avanzábamos lento.

βόρειο τμήμα, βόρεια πλευρά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La tienda está situada en la cara norte de la calle.

ιδιωτική συζήτηση

εξωτερική επιφάνεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La cara exterior del edificio estaba cubierta de mármol.

αποπληρωμή, εξόφληση

expresión (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El favor que me hizo me costó un ojo de la cara cuando me lo cobró.

τριχοφυία προσώπου

(γενικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las mujeres que tienen pelos en la cara cargan con un estigma social muy grande.

παίζω κορώνα - γράμματα

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Antes de casi todos los partidos, se echa a cara o cruz entre los dos equipos.

αγγελικό πρόσωπο

locución nominal femenina

Con esa cara de ángel quién podría haber supuesto que era tan malvada.

ζωγραφική προσώπου

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πίσω πλευρά, άλλη πλευρά

locución nominal femenina

La otra cara del álbum también tenía buenas canciones.
Η πίσω πλευρά του άλμπουμ είχε επίσης μερικά καλά κομμάτια.

κρυφή πτυχή

τοπικό πλύσιμο

nombre masculino (cuidado del bebé)

χρίσμα με αίμα

(caza del zorro) (τελετή: κυνήγι αλεπούς)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.

σοβαρό πρόσωπο

locución nominal femenina

φωτογραφία πορτραίτου

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

παιχνίδι στοιχημάτων που παίζεται με νομίσματα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

η άλλη πλευρά του νομίσματος, η άλλη όψη του νομίσματος

locución nominal femenina (figurado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κορώνα ή γράμματα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανέκφραστο πρόσωπο

locución nominal femenina

κουκουτά, κουκουτσά

(literal, infantil) (παιδικό παιχνίδι)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

παραπονεμένο βλέμμα

expresión

No me mires con cara de cordero degollado, ya sabes que esta noche no puedes ir al cine con tus amigos.
Μη με κοιτάζεις μ' αυτά τα κουταβίσια μάτια - δεν μπορείς να πας σινεμά με τους φίλους σου σήμερα.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cara στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του cara

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.