Τι σημαίνει το apostar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης apostar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του apostar στο πορτογαλικά.

Η λέξη apostar στο πορτογαλικά σημαίνει παίζω στοίχημα, στοιχηματίζω, στοιχηματίζω σε κτ, στοιχηματίζω, στοιχηματίζω, σε πάω στοίχημα, πάω στοίχημα, τζογάρω, στοιχηματίζω, ρισκάρω, τολμώ, στοιχηματίζω σε κτ, ποντάρω κτ σε κτ, ρισκάρω, ποντάρω σε κτ, παίζω τυχερά παιχνίδια, στοιχηματίζω, ποντάρω, δηλώνω, στοιχηματίζω, στοιχηματίζω, ποντάρω, στοιχηματίζω, ποντάρω, βάζω στοίχημα, στοιχηματίζω, στοιχηματίζω, ποντάρω, στοιχηματίζω σε κτ, στηρίζω τις ελπίδες μου σε κπ/κτ, πάω στοίχημα με κπ για κτ, στοιχηματίζω κατά, αποκλείω, στοιχηματίζω ότι, πάω στοίχημα ότι, πάω στοίχημα, ασφαλώς, βεβαίως, να είσαι σίγουρος, σίγουρα, Σίγουρα, ό,τι στοίχημα θες, παίζω, ποντάρω παρολί. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης apostar

παίζω στοίχημα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Apostar é um desperdício de dinheiro.
Είναι σπατάλη χρημάτων να παίζει κανείς στοίχημα.

στοιχηματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rita apostou dez dólares num cavalo na corrida.
Η απόδοση είναι 11/2 άρα αν στοιχηματίσεις 2 λίρες και το άλογό σου κερδίσει θα πάρεις 11 λίρες.

στοιχηματίζω σε κτ

verbo transitivo

Rita apostou em um cavalo na corrida.
Η Ρίτα στοιχημάτισε σε ένα άλογο στον ιππόδρομο.

στοιχηματίζω

(μεταφορικά: για κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Minhas férias começam amanhã, então pode apostar que vai chover!

στοιχηματίζω

verbo transitivo (informal, figurado) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aposto que o Ian não vem trabalhar hoje.
Πάω στοίχημα (or: Βάζω στοίχημα) ότι ο Ίαν δεν θα έρθει στη δουλειά σήμερα.

σε πάω στοίχημα, πάω στοίχημα

verbo transitivo (figurado, expectativa) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aposto que a prova de matemática será fácil.

τζογάρω, στοιχηματίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ρισκάρω, τολμώ

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela apostou nele, promovendo-o apesar da sua falta de experiência.
Ρίσκαρε δίνοντάς του προαγωγή παρά την ελλειπή εμπειρία του.

στοιχηματίζω σε κτ

ποντάρω κτ σε κτ

verbo transitivo (figurado)

ρισκάρω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
É uma grande risco envolver seu negócio. Você não deveria apostar a não ser que você esteja certo de poder arcar com as perdas se der errado.
Είναι μεγάλο ρίσκο για την επιχείρησή σου. Δε θα έπρεπε να τζογάρεις αν δεν είναι σίγουρος πως μπορείς να καλύψεις τις απώλειες αν κάτι πάει στραβά.

ποντάρω σε κτ

verbo transitivo

Eu quero chegar na estação pelo menos trinta minutos antes; eu não quero apostar no atraso do trem. Quando você aposta no tempo, nem sempre ganha.
Θα ήθελα να πάω στον σταθμό τουλάχιστον τριάντα λεπτά νωρίτερα. Δε θέλω να ποντάρω στο ότι το τρένο μπορεί να καθυστερήσει. Όταν στηρίζεσαι (or: βασίζεσαι) στον καιρό, δεν κερδίζεις πάντα.

παίζω τυχερά παιχνίδια

(jogo, aposta)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Menores não têm permissão para apostar.

στοιχηματίζω, ποντάρω

verbo transitivo (σε κάτι/κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Em qual cavalos deveríamos apostar?

δηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No bilhar americano você deve apostar antes de jogar.

στοιχηματίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele gosta de apostar em cavalos.

στοιχηματίζω

verbo transitivo (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ποντάρω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στοιχηματίζω, ποντάρω

(arriscar dinheiro) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele apostou 50 dólares no cavalo.
Πόνταρε πενήντα δολάρια στο άλογο.

βάζω στοίχημα

(arriscar dinheiro) (σε/με κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Aposto 10 a 1 como ele não esteve lá.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Στοιχηματίζω ότι δεν θα έρθει στη μάθημα σήμερα.

στοιχηματίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στοιχηματίζω, ποντάρω

(dinheiro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στοιχηματίζω σε κτ

στηρίζω τις ελπίδες μου σε κπ/κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάω στοίχημα με κπ για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aposto cem dólares com você.

στοιχηματίζω κατά

Oscar perdeu seu dinheiro, porque apostou contra o cavalo vencedor.

αποκλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu não apostaria contra ele ganhar a promoção.

στοιχηματίζω ότι, πάω στοίχημα ότι

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάω στοίχημα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ασφαλώς, βεβαίως

(gíria)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

να είσαι σίγουρος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σίγουρα

(sim enfático)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
"Θα πας στο παιχνίδι απόψε;" "Σίγουρα!"

Σίγουρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ό,τι στοίχημα θες

locução verbal (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίζω, ποντάρω παρολί

locução verbal

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του apostar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.