Τι σημαίνει το aproveitar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aproveitar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aproveitar στο πορτογαλικά.

Η λέξη aproveitar στο πορτογαλικά σημαίνει εκμεταλλεύομαι, απολαμβάνω, χαίρομαι, απολαμβάνω, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, αρπάζω, αρπάζω, απολαμβάνω, αρπάζομαι από, δράττομαι του, εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, χρησιμοποιώ, ζω, επωφελούμαι από κτ, εκμεταλλεύομαι, εκμεταλλεύομαι, είμαι τσαμπατζής, είμαι τρακαδόρος, εκμεταλλεύομαι κάποιο εμπορικό προϊόν με αθέμιτο τρόπο, απολαμβάνω τη ζωή, άδραξε τη μέρα, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ το χρόνο μου, παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι, βλέπω τα αξιοθέατα, εκμεταλλεύομαι πλήρως κτ, αρπάζω την ευκαιρία, παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι, εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aproveitar

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Εκμεταλλεύτηκα την κατάσταση.

απολαμβάνω, χαίρομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απολαμβάνω

verbo transitivo (desfrutar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A nova companhia de água aproveitou a força do rio para trazer eletricidade para a cidade.
Το νέο υδραγωγείο αξιοποιούσε τη δύναμη του ποταμού για να τροφοδοτεί με ηλεκτρικό ρεύμα την πόλη.

αρπάζω

verbo transitivo (aproveitar: uma oportunidade)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A dançarina aproveitou a chance do teste de apresentação para o Balé Real.

αρπάζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oportunidades como essa não aparecem todos os dias; você deve aproveitá-la enquanto tem a chance.

απολαμβάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρπάζομαι από, δράττομαι του, εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O governo trabalhou para encontrar maneiras de explorar apropriadamente seus recursos de petróleo.
Η κυβέρνηση εργαζόταν για να βρει τρόπους να εκμεταλλευτεί τους πετρελαϊκούς πόρους της.

χρησιμοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você não pode trabalhar sua vida toda; você tem que viver!
Δεν μπορείς να δουλεύεις όλη σου τη ζωή. Πρέπει και να ζήσεις!

επωφελούμαι από κτ

A população acolheu muito bem a novas propostas do governo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Είναι άνθρωπος που δράττεται (or: επωφελείται) κάθε καλής ευκαιρίας που του δίνεται.

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu sei que ela é muito generosa, mas você não devia explorar!
Ξέρω ότι είναι πολύ γενναιόδωρη, αλλά δεν πρέπει να την εκμεταλλεύεσαι!

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Όσοι κάνουν απάτες προσπαθούν να εκμεταλλευτούν τους εύπιστους χρήστες του ίντερνετ.

είμαι τσαμπατζής, είμαι τρακαδόρος

(figurado: viver às custas de outros) (ανεπ)

εκμεταλλεύομαι κάποιο εμπορικό προϊόν με αθέμιτο τρόπο

verbo pronominal/reflexivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os falsificadores se aproveitam das reputações das marcas.

απολαμβάνω τη ζωή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άδραξε τη μέρα

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
"Aproveite o dia" é uma tradução do latim "Carpe diem".
«Άδραξε τη μέρα» είναι η μετάφραση του Λατινικού «Carpe diem». // Ο μπαμπάς μου πάντα μου έλεγε «Άδραξε τη μέρα, δεν θα είσαι για πάντα νέος!»

εκμεταλλεύομαι

expressão

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αξιοποιώ το χρόνο μου

expressão (ser produtivo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βλέπω τα αξιοθέατα

(ser um turista)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκμεταλλεύομαι πλήρως κτ

expressão

αρπάζω την ευκαιρία

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω την ευκαιρία, εκμεταλλεύομαι την ευκαιρία

(aproveitar para fazer algo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Que dia adorável; Vou aproveitar a oportunidade para me sentar no jardim enquanto está ensolarado.

εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι

(explorar, tirar vantagem de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι

(explorar, tirar vantagem de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aproveitar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.