Τι σημαίνει το aproximar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aproximar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aproximar στο πορτογαλικά.

Η λέξη aproximar στο πορτογαλικά σημαίνει πλευρίζω, πλησιάζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, φέρνω πιο κοντά, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, προσεγγίζω, είμαι στα όρια, κάνω προσέγγιση, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, καραδοκώ, παραμονεύω, πλησιάζω, έρχομαι κοντά, προσεγγίζω, έρχομαι κοντά, πλησιάζω, πλησιάζω, ορθώνομαι απειλητικά, πλησιάζω, προσεγγίζω, πλησιάζω, προσεγγίζω, προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, πλησιάζω, πλησιάζω σε κτ, έρχομαι κοντά, πλησιάζω απειλητικά, έρχομαι, πλησιάζω, πλησιάζω, πλησιάζω, πλησιάζω, πλησιάζω, προσεγγίζω, κάνω παρέα με, πλησιάζω, πλησιάζω, κινούμαι προς, πλησιάζω, πάω κοντά, πλησιάζω αθόρυβα, πλησιάζω, γλείφω, προσεγγίζω,πλησιάζω κάποιον, πλησιάζω, πλησιάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aproximar

πλευρίζω, πλησιάζω

(aproximar de forma casual)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

(tempo: aproximação) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλησιάζω

(aproximar de forma casual)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φέρνω πιο κοντά

verbo transitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

(mover para mais perto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

(mover para mais perto)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλησιάζω, προσεγγίζω

verbo transitivo (ser similar a) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η σάλτσα πλησιάζει αυτήν που δοκιμάσαμε πέρυσι το καλοκαίρι στην Ιταλία.

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

(tempo: aproximação) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλησιάζω, προσεγγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O veado começou a correr quando os lobos se aproximaram.
Το ελάφι άρχισε να τρέχει καθώς πλησίαζαν οι λύκοι.

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Conforme se aproximava a data do seu casamento, Martha ficava mais nervosa.

πλησιάζω, προσεγγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O boxeador abordou seu oponente com cuidado.
Ο μποξέρ ζύγωσε (or: πλεύρισε) τον αντίπαλό του προσεκτικά.

είμαι στα όρια

verbo pronominal/reflexivo (figurado) (κάποιου πράγματος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele falou de um modo que se aproximava do sarcasmo.
Μιλούσε με τρόπο που ήταν στα όρια του σαρκασμού.

κάνω προσέγγιση

verbo pronominal/reflexivo (golfe) (γκολφ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O golfista se aproximou com confiança.

πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Já estamos chegando perto do Natal e eu ainda não comprei nenhum presente.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος της σχολικής χρονιάς, ελπίζω ότι θα παραμείνετε συγκεντρωμένοι στα μαθήματά σας.

καραδοκώ, παραμονεύω

verbo pronominal/reflexivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλησιάζω, έρχομαι κοντά, προσεγγίζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έρχομαι κοντά

(tornar-se íntimo ou amigável) (μεταφορικά)

πλησιάζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Um estranho se aproximou e perguntou o caminho para a praia.
Ένας άγνωστος με πλησίασε και με ρώτησε τον δρόμο για την παραλία.

πλησιάζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ορθώνομαι απειλητικά

(informal)

πλησιάζω, προσεγγίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλησιάζω, προσεγγίζω

verbo pronominal/reflexivo (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Μη με πλησιάσεις (or: προσεγγίσεις), αλλιώς θα πυροβολήσω!

προσεγγίζω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Καθώς πλησιάζαμε ο αέρας άρχισε να γίνεται βαρύς από τον καπνό.

πλησιάζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ao se aproximar, John podia ver mais e mais detalhes.
Καθώς πλησίαζε πιο κοντά, ο Τζον μπορούσε να δει όλο και περισσότερες λεπτομέρειες.

πλησιάζω σε κτ

έρχομαι κοντά

verbo pronominal/reflexivo (μεταφορικά)

Parece que Mike e Susan têm se aproximado muito ultimamente!

πλησιάζω απειλητικά

verbo pronominal/reflexivo

έρχομαι

(data, evento)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jill sempre se sente triste quando o aniversário de morte de seu marido chega.
Η Τζιλ νιώθει πάντα λυπημένη όταν έρχεται η επέτειος θανάτου του συζύγου της.

πλησιάζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela se aproximou e se apresentou a mim.
Πλησίασε και μου συστήθηκε.

πλησιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O avião que pousava aproximou-se do aeroporto.
Το αεροπλάνο που προσγειωνόταν προσέγγισε το αεροδρόμιο.

πλησιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ao se aproximar de casa, ouviu o barulho do fogo.

πλησιάζω

verbo pronominal/reflexivo (σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O navio aproximou-se da terra naquela manhã.

πλησιάζω, προσεγγίζω

expressão verbal (abordar alguém)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω παρέα με

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλησιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πλησιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O barulho da torcida aumentava toda vez que a bola chegava perto da área de pênalti.

κινούμαι προς

πλησιάζω, πάω κοντά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jenna se aproximou dela e apertou sua mão para cumprimentá-la.
Η Τζένα την πλησίασε και της έσφιξε το χέρι για να τη χαιρετήσει.

πλησιάζω αθόρυβα

Quando Gary andou de fininho e bateu no meu ombro, eu pulei.
Πετάχτηκα όταν ο Γκάρι πλησίασε αθόρυβα και με ακούμπησε στον ώμο.

πλησιάζω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Οδήγα γρηγορότερα! Οι μπάτσοι μας πλησιάζουν!

γλείφω

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele está tentando conseguir uma promoção e está se aproximando do chefe.

προσεγγίζω,πλησιάζω κάποιον

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele se aproximou de mim na rua e tentou queimar um dólar.
Με προσέγγισε στον δρόμο και προσπάθησε να κάψει ένα δολάριο.

πλησιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela se achegou e sussurrou um segredo no meu ouvido.
Πλησίασε και μου ψιθύρισε ένα μυστικό στο αυτί.

πλησιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aproximar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.