Τι σημαίνει το estar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης estar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estar στο πορτογαλικά.

Η λέξη estar στο πορτογαλικά σημαίνει είμαι, είμαι, βρίσκομαι, -, -, πηγαίνω, βρίσκομαι, να είσαι, να είστε, είμαι, κάνει, έχω, είμαι, βρίσκομαι, είμαι, -, βγαίνω, είμαι, στέκομαι, είναι, αποτέλεσμα, ευημερία, δυσφορία, ανησυχία, ναυτία, ευημερία, τα έχω με κπ, συμφωνώ, είμαι ανεξέλεγκτος, ενώνομαι, συνασπίζομαι, είμαι αρκετά καλός, που αιμορραγεί, που χάνει αίμα, αναμμένα κάρβουνα, χαλαρώνω, ηρεμώ, βγαίνω με κάποιον, πάσχω από κτ, που ανασαίνει, που αναπνέει, ευτυχία, συγκρούομαι, διίσταμαι, αντικρούομαι, τρέμω, λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ, δεν πρόκειται να ξανακάνω κτ, περιμένω κτ, κλειστός, υγεία, σωματική και ψυχική υγεία, φρικάρω, φθείρομαι, έτοιμος είμαι, ξερός, δεν έχω διάθεση, δεν έχω όρεξη, δεν έχω κέφια, όχι εντελώς σωστός, όχι απόλυτα σωστός, ακατανόητος, εποχιακός, ενήμερος,μιλημένος, που ξέρει κτ, ικανοποιητικός, επαρκής, στον έβδομο ουρανό, απών, έχω τα νεύρα μου από την πείνα, γνώστης, στον αέρα, σε κίνηση, σε εγρήγορση, δεν είμαι, δεν, έχω αποφυλακιστεί υπό όρους, άστο, παράτα το, Πλάκα κάνεις!, κοινωνικό συμφέρον, καθιστικό, σαλόνι, καθιστικό, σαλόνι, κράτος πρόνοιας, αίθουσα υποδοχής, σαλόνι, καθιστικό, σαλόνι, δωμάτιο δραστηριοτήτων, που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει, είναι σίγουρο, είναι βέβαιο, είμαι στην πιάτσα, αφήνω κπ/κτ στην ησυχία του, αφήνω κπ/κτ ήσυχο, συγκρουόμενος, συμφωνώ, που κάνει λάθος, που έχει άδικο, που έχει λάθος, κρατάω επαφή, παίρνω τα ηνία, κρατάω το τιμόνι, έχω διάθεση για κτ, έχω όρεξη για κτ, είμαι αβέβαιος, βαρέθηκα, κουράστηκα, πετάω στα σύννεφα, έχω διάρροια, έχω ευκοίλια, παραμονεύω, συνηθίζω να κάνω κτ, στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων, έχω βλέψεις για κτ, πάω καλά, παίζω με τη φωτιά, είμαι υποχείριο, είμαι στριμωγμένος, είμαι όπως με γέννησε η μάνα μου, δεν τα προλαβαίνω όλα, εργάζομαι, είμαι κρυωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης estar

είμαι

verbo de ligação

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Barry está doente. // Audrey está com fome. // Tania está certa.
Ο Μπάρι είναι άρρωστος.

είμαι, βρίσκομαι

verbo de ligação

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A manteiga está na mesa.
Το βούτυρο είναι (or: βρίσκεται) πάνω στο τραπέζι.

-

verbo auxiliar (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Teresa está jantando no momento.
Αυτή τη στιγμή, η Τερέζα τρώει το βραδινό της.

-

verbo auxiliar (formação de futuro) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Nós estaremos jogando tênis neste fim de semana.
Θα παίξουμε τένις το σαββατοκύριακο.

πηγαίνω, βρίσκομαι

(visitar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Eu estive em Roma.
Έχω πάει (or: βρεθεί) στη Ρώμη.

να είσαι, να είστε

(προστακτική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esteja calado!

είμαι

(βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.)
Estou tonto após a volta na montanha-russa.

κάνει

(π.χ. κρύο, ζέστη)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Está frio hoje. Você precisará de seu chapéu e luvas.

έχω

verbo de ligação (doença, ser acometido) (υποφέρω από)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela está com gripe.
Έχει γρίπη τώρα.

είμαι

verbo de ligação (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela está melhor do que ontem?
Τα πάει καθόλου καλύτερα από χτες;

βρίσκομαι

(estar colocado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O copo está na mesa.
Το ποτήρι είναι πάνω στο τραπέζι.

είμαι

(encontrar-se em uma situação)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esse empresário espera obter um bom lucro com seu novo produto.

-

(passado) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Meus companheiros e eu não estávamos quando o proprietário chamou para recolher o aluguel.
Οι συγκάτοικοί μου κι εγώ δεν ήμαστε στο σπίτι, όταν τηλεφώνησε ο σπιτονοικοκύρης μας, για να έρθει να εισπράξει το νοίκι.

βγαίνω

(em certo estado ou dimensão) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As peras estão saindo pouco nesta temporada.
Τα ροδάκινα βγήκαν μικρά φέτος.

είμαι, στέκομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os espectadores encontravam-se estarrecidos com a habilidade da dançarina.

είναι

(contração este/esta/isto) (αυτό είναι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
É quase hora de irmos.
Είναι σχεδόν ώρα να φύγουμε.

αποτέλεσμα

(depois do jogo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No meio tempo, o resultado do jogo de basquete era de quarenta a trinta e oito.
Έχασα την αρχή του αγώνα; Πόσο είναι το σκορ;

ευημερία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estou preocupado com o bem-estar das crianças.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Οι γείτονές μου δεν δίνουν δεκάρα για το καλό των άλλων.

δυσφορία, ανησυχία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ναυτία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ευημερία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os pais devem garantir o bem-estar de seus filhos.
Οι γονείς οφείλουν να διασφαλίζουν την ευημερία των παιδιών τους.

τα έχω με κπ

(έχω σχέση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Acho que deveríamos partir; você concorda?
Νομίζω πως πρέπει να φύγουμε, συμφωνείς;

είμαι ανεξέλεγκτος

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ενώνομαι, συνασπίζομαι

(unir as forças)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Devemos nos unir se quisermos vencer a batalha.
Πρέπει να ενωθούμε (or: συνασπιστούμε), αν θέλουμε να κερδίσουμε τη μάχη.

είμαι αρκετά καλός

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

που αιμορραγεί, που χάνει αίμα

(BRA, sangrar: gerúndio)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O motociclista acidentado caiu na estrada cortado e sangrando.
Ο τραυματισμένος μοτοσυκλετιστής κείτονταν στο δρόμο, πληγιασμένος και ματωμένος.

αναμμένα κάρβουνα

(figurado) (μτφ: σε φράσεις)

χαλαρώνω, ηρεμώ

(relaxar, estar descansado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βγαίνω με κάποιον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Já estou namorando Paul há dois meses.
Βγαίνω με τον Πωλ δύο μήνες τώρα.

πάσχω από κτ

(estar doente com)

Ele sofreu de diabetes a vida inteira.
Όλη του τη ζωή έπασχε από διαβήτη.

που ανασαίνει, που αναπνέει

(BRA, respirar: gerúndio)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O bebê estava machucado, mas ainda estava respirando.
Το μωρό τραυματίστηκε, αλλά ακόμη ανέπνεε.

ευτυχία

substantivo masculino (felicidade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu estou preocupado com seu bem-estar e não gosto de vê-lo infeliz.
Ανησυχώ για την ευτυχία σου και δεν μου αρέσει να σε βλέπω δυστυχισμένη.

συγκρούομαι, διίσταμαι, αντικρούομαι

(BRA) (διαφωνώ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As opiniões dos médicos conflitam.
Οι απόψεις των γιατρών διίστανται.

τρέμω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan ansiava por férias após estar no trabalho em um barco de pesca por um mês.
Ο Νταν λαχταρούσε διακοπές μετά από ένα μήνα που εργαζόταν σε ένα αλιευτικό σκάφος.

δεν πρόκειται να ξανακάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sou graduado agora, vou parar de atender mesas!

περιμένω κτ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλειστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Antônia é avessa à ideia.

υγεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Estou preocupado com a saúde dele, porque ele parece doente.

σωματική και ψυχική υγεία

substantivo masculino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φρικάρω

(informal, figurado) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φθείρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pelo jeito que eles agiram, ficou óbvio que a relação deles estava prejudicada.

έτοιμος είμαι

(καθομιλουμένη)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Έτοιμος είμαι να σου δώσω ένα χέρι ξύλο!

ξερός

(dormir profundamente) (μεταφορικά: βαθύς ύπνος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δεν έχω διάθεση, δεν έχω όρεξη, δεν έχω κέφια

expressão (καθομ: για κάτι ή να κάνω κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όχι εντελώς σωστός, όχι απόλυτα σωστός

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ακατανόητος

expressão (ser impossível entender)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

εποχιακός

expressão

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ενήμερος,μιλημένος

expressão verbal

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που ξέρει κτ

expressão verbal (figurado)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ικανοποιητικός, επαρκής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στον έβδομο ουρανό

expressão (figurativo: extremamente feliz) (μεταφορικά: είμαι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απών

(επίσημο)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Desculpe, John está fora. Ele estará de volta amanhã.
Με συγχωρείτε, ο Τζον λείπει. Θα γυρίσει αύριο πίσω.

έχω τα νεύρα μου από την πείνα

locução adjetiva (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γνώστης

expressão verbal

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στον αέρα

(em estado de incerteza) (μεταφορικά: αβέβαιος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε κίνηση

(figurado, informal, pessoa agitada)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Meus filhos nunca ficam parados! Estão sempre indo para cima e para baixo. Estou tão ocupado o dia inteiro; estou indo para cima e para baixo de manhã até a noite.
Είμαι πολύ απασχολημένη όλη την ημέρα. Είμαι στο πόδι από την ανατολή έως τη δύση του ηλίου.

σε εγρήγορση

expressão (estar alerta)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Você precisa estar de olho para encontrar as melhores barganhas.

δεν είμαι

Trabalhar em dois empregos não é fácil, mas eu tenho que pagar o aluguel.
Δεν είμαι ψεύτης, σου λέω την αλήθεια!

δεν

(característica ou qualidade)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
As bananas não são cor-de-rosa.
Οι μπανάνες δεν είναι ροζ. Δεν κρυώνεις; Είμαστε στην καρδιά του χειμώνα, κι εσύ φοράς σορτς!

έχω αποφυλακιστεί υπό όρους

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ο Αλεξάντερ διέπραξε ένα έγκλημα ενώ ήταν αποφυλακισμένος υπό όρους και τον έστειλαν κατευθείαν πίσω στη φυλακή.

άστο, παράτα το

interjeição

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Você não deveria se envolver na rixa deles. Só deixe estar.
Δεν θα έπρεπε να εμπλακείς στον καυγά τους. Άστο (or: παράτα το).

Πλάκα κάνεις!

interjeição (expressando incredulidade)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινωνικό συμφέρον

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

καθιστικό, σαλόνι

expressão

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A família inteira se juntou na sala de estar para jogar cartas. Meu apartamento tem uma cozinha, sala de estar, dois quartos e um banheiro.
Όλη η οικογένεια συγκεντρώθηκε στο καθιστικό για να παίξει χαρτιά. Το διαμέρισμά μου έχει κουζίνα, καθιστικό, δύο κρεβατοκάμαρες και ένα μπάνιο.

καθιστικό, σαλόνι

substantivo feminino (lounge, sala para relaxamento)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κράτος πρόνοιας

substantivo masculino (nação com programa de bem-estar social)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αίθουσα υποδοχής

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σαλόνι, καθιστικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σαλόνι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δωμάτιο δραστηριοτήτων

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

που δεν μπορεί να ανταπεξέλθει

expressão (σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele se esforçou, mas não estava à altura do desafio. Seu desempenho não está à altura do que estamos procurando.

είναι σίγουρο, είναι βέβαιο

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O garoto é tão desleixado, ele está fadado a parar na cadeia.
Εκείνο το αγόρι είναι τόσο απερίσκεπτο. Είναι σίγουρο (or: είναι βέβαιο) ότι θα καταλήξει στη φυλακή. Το βάζο που ισορροπούσε στην άκρη του τραπεζιού έπεσε, πράγμα που ήταν βέβαιο ότι θα γίνει.

είμαι στην πιάτσα

expressão verbal (informal) (αργκό, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ele está por aí e sabe o que esperar.
Είναι περπατημένος και ξέρει τι να περιμένει.

αφήνω κπ/κτ στην ησυχία του, αφήνω κπ/κτ ήσυχο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Μην τον ενοχλείς.

συγκρουόμενος

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

συμφωνώ

expressão

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που κάνει λάθος, που έχει άδικο, που έχει λάθος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρατάω επαφή

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vocês ainda estão em contato?
Έχετε κρατήσει επαφή;

παίρνω τα ηνία, κρατάω το τιμόνι

expressão (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω διάθεση για κτ, έχω όρεξη για κτ

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu tenho vontade de tomar uma xícara de chá.
Έχω διάθεση για ένα φλιτζάνι τσάι.

είμαι αβέβαιος

(figurado: precário)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

βαρέθηκα, κουράστηκα

expressão (figurado, informal) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πετάω στα σύννεφα

expressão verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω διάρροια, έχω ευκοίλια

expressão verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

παραμονεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνηθίζω να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω βλέψεις για κτ

(figurado, desejar algo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάω καλά

expressão (informal)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Η Άννυ ήλπιζε να πάει καλά η εργασία για να πάρει καλό βαθμό.

παίζω με τη φωτιά

(informal, figurado: se arriscar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι υποχείριο

expressão verbal (figurado: ser controlado) (κάποιου)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

είμαι στριμωγμένος

verbo transitivo

είμαι όπως με γέννησε η μάνα μου

expressão (nu)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν τα προλαβαίνω όλα

expressão verbal (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργάζομαι

locução verbal (ganhar contracheque)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ζω εδώ από τότε που εργάστηκα για πρώτη φορά.

είμαι κρυωμένος

locução verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του estar

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.