Τι σημαίνει το préparer στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης préparer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του préparer στο Γαλλικά.
Η λέξη préparer στο Γαλλικά σημαίνει ετοιμάζω, προετοιμάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, εξοπλίζω, οπλίζω, συναρμολογώ, προετοιμάζω, ετοιμάζω, φτιάχνω, μηχανορραφώ, προετοιμάζω, ετοιμάζω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, προπονώ, ετοιμάζω, αναμειγνύω, διεκπεραιώνω, προετοιμάζω, δίνω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, ετοιμάζω για μαγείρεμα, φτιάχνω πρόχειρα, προκαθορίζω, προσχεδιάζω, φτιάχνω, βράζω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, αναλαμβάνω το κέτερινγκ, φτιάχνω, ετοιμάζω, φτιάχνω, ετοιμάζω, παρασκευάζω, μελετώ για κτ, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι, ετοιμάζω κτ για κπ, ετοιμάζομαι να, προετοιμάζομαι για να, κάνω ετοιμασίες για κτ, ετοιμάζομαι, προκαταρκτική εργασία, βάζω τη φωτιά, ετοιμάζω τη φωτιά, ανάβω τη φωτιά, προετοιμάζω το έδαφος, ανοίγω το δρόμο, συντάσσω επίσημο έγγραφο, ετοιμάζω, προετοιμάζω, παίρνω δείγμα, προετοιμάζω το έδαφος, προετοιμάζω το έδαφος, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, είμαι στον σωστό δρόμο, δεν είναι για καλό, συγκεντρώνομαι, ετοιμάζομαι για ύπνο, ετοιμάζομαι να κάνω κτ, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι ψυχολογικά, ετοιμάζομαι να ρίξω το τελειωτικό χτύπημα, προετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, οργανώνομαι, ετοιμάζομαι για αγώνα, προετοιμάζομαι, δίνω εργαλεία, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, επιμελούμαι, μαζέυω βιαστικά, συγκεντρώνω στα γρήγορα, ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύω, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, ετοιμάζομαι να κάνω κτ, παίρνω δείγμα, προετοιμάζομαι, μαζεύω τα εργαλεία για κτ, ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, αναλαμβάνω το κείτερινκ, φτιάχνω, μαγειρεύω, προετοιμάζομαι για να κάνω κτ, ετοιμάζομαι για να κάνω κτ, ετοιμάζω κτ στο άψε σβήσε, φτιάχνω κτ στο άψε σβήσε, παρέχω τα εφόδια σε κπ για να κάνει κτ, κρατιέμαι, προετοιμάζω κπ για κτ, φτιάχνω κτ στα γρήγορα, ετοιμάζω κτ στα γρήγορα, προετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι για κτ, σχεδιάζομαι, πηγαίνω, κάνω, προετοιμάζω κτ για κτ, ετοιμάζω κτ για κτ, προετοιμάζω, προετοιμάζω κπ για κτ, προετοιμάζω κπ για να κάνει κτ, φτιάχνω καφέ, βάζω τη στολή μου, προετοιμάζομαι για ρίψη, προετοιμάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης préparer
ετοιμάζω, προετοιμάζωverbe transitif (κάτι (για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avant de semer des graines, il faut préparer le sol. Πριν φυτέψεις τους σπόρους, πρέπει να ετοιμάσεις (or: προετοιμάσεις) το έδαφος. |
προετοιμάζωverbe transitif (κάποιον, κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rien n'aurait pu me préparer à ce que j'ai vu quand j'ai ouvert la porte. Τίποτα δε θα μπορούσε να με προετοιμάσει για το θέαμα που αντίκρυσα μόλις άνοιξα την πόρτα. |
ετοιμάζω, προετοιμάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a sorti l'échiquier et l'a préparé pour jouer une partie. Έβγαλε τη σκακιέρα και ετοίμασε τα πιόνια για μια παρτίδα σκάκι. |
ετοιμάζω, προετοιμάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le personnel de l'hôtel est encore en train de préparer la chambre. Το προσωπικό του ξενοδοχείου ετοιμάζει ακόμα το δωμάτιο. |
ετοιμάζωverbe transitif (Cuisine : un repas) (μαγειρεύω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nous a préparé (or: nous a cuisiné) un délicieux repas. Μας ετοίμασε ένα υπέροχο γεύμα. |
ετοιμάζω, προετοιμάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) J'ai déjà préparé mes outils pour gagner du temps. Έχω ήδη ετοιμάσει τα εργαλεία μου για να κερδίσω χρόνο αργότερα. |
εξοπλίζω, οπλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συναρμολογώverbe transitif (συνήθως με εργαλεία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La Croix Rouge a préparé des kits d'urgence pour les victimes du séisme. Ο Ερυθρός Σταυρός έφτιαξε κουτιά έκτακτης ανάγκης για τα θύματα του σεισμού. |
προετοιμάζωverbe transitif (για χειρουργείο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Est-ce que le patient de la chambre 4C a déjà été préparé ? Έχει προετοιμαστεί ο ασθενής στο 4Γ; |
ετοιμάζω, φτιάχνωverbe transitif (un repas) (γεύμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elle a préparé le repas des enfants. Ετοίμασε (or: έφτιαξε) το φαγητό των παιδιών. |
μηχανορραφώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'opposition prépare une prise de pouvoir. Οι αντίπαλοι μηχανορραφούν για να υφαρπάξουν την εξουσία. |
προετοιμάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'université préparait ses meilleurs éléments à devenir riches et puissants. Το πανεπιστήμιο προετοίμαζε τους καλύτερους φοιτητές του να γίνουν πλούσιοι και ισχυροί. |
ετοιμάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le groupe d'adolescents avaient l'air de préparer un mauvais coup. Μια ομάδα εφήβων αγοριών φαίνονταν πως σχεδίαζαν φασαρίες. |
ετοιμάζω, προετοιμάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les soldats ont préparé leurs armes. |
προπονώverbe transitif (physiquement : son corps) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il prépare son corps pour la course. Προετοιμάζει το σώμα του για τον αγώνα. |
ετοιμάζωverbe transitif (un repas,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je prépare le dîner si tu mets la table. |
αναμειγνύωverbe transitif (Chimie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les pharmaciens nous prépareront un remède. |
διεκπεραιώνωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ce dossier doit être préparé rigoureusement, ou nous pourrions perdre l'affaire. |
προετοιμάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bethany veut entrer dans une grande université anglaise alors son professeur la prépare. |
δίνωverbe transitif (des médicaments) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lorsqu'un médecin te donne une ordonnance, tu dois aller en pharmacie pour qu'ils préparent ta commande. |
προετοιμάζω, ετοιμάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Susanne va préparer un schéma d'ici vendredi. Η Σούζαν θα προσπαθήσει να προετοιμάσει ένα πρόχειρο σχέδιο μέχρι την Παρασκευή. |
ετοιμάζω για μαγείρεμαverbe transitif (une volaille, un poisson) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il faut préparer le poulet en retirant le surplus de graisse. |
φτιάχνω πρόχειρα
|
προκαθορίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσχεδιάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φτιάχνωverbe transitif (du thé) (για ρόφημα ή ποτό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βράζω(un liquide) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ετοιμάζω, προετοιμάζωverbe transitif (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αναλαμβάνω το κέτερινγκ(un déjeuner, buffet,...) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ένα τοπικό εστιατόριο ανέλαβε το κέτερινγκ για τον γάμο. |
φτιάχνω, ετοιμάζωverbe transitif (du thé, du café) (καφέ, τσάι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Holly a préparé de la tisane pour ses invités. Η Χόλλυ έφτιαξε μια τσαγιέρα τσάι από βότανα για τους καλεσμένους της. |
φτιάχνωverbe transitif (για φαγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ετοιμάζω(νεκρό για ταφή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le salon funéraire va faire la toilette mortuaire de ma tante décédée pour la présentation de demain. Το γραφείο κηδειών θα ετοιμάσει αύριο τη νεκρή θεία μου προς πρόθεση. |
παρασκευάζωverbe transitif (με ανάμειξη συστατικών) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Je vais faire quelques milkshakes à la fraise. Θα φτιάξω μερικά μιλκ σέικ φράουλα. |
μελετώ για κτ
Révise bien pour tes examens. |
ετοιμάζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il lui faut une heure pour se préparer avant de sortir. Πριν βγούμε έξω του παίρνει μια ώρα να ετοιμαστεί. |
προετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι για κτ
Les acteurs se préparent pour la représentation de ce soir. Οι ηθοποιοί ετοιμάζονται για την αποψινή θεατρική παράσταση. |
ετοιμάζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dépêche-toi et prépare-toi ! Ils vont arriver d'une minute à l'autre. Κάντε γρήγορα και ετοιμαστείτε! Θα βρίσκονται εδώ σ' ένα λεπτό. |
ετοιμάζομαιverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό και αυτοπαθητικό: Φανερώνει ότι η ενέργεια την οποία εκτελεί το υποκείμενο επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο, π.χ. πλένομαι (=πλένω τον εαυτό μου) κλπ. Συχνά ξεκινάει με το πρόθημα αυτο-) J'arrive tout de suite ; j'ai juste besoin d'une minute pour me préparer. Βγαίνω σε λίγο, χρειάζομαι μόνο ένα λεπτό να ετοιμαστώ. |
ετοιμάζω κτ για κπ
Le directeur marketing prépare un rapport pour le directeur de l'entreprise. Ο διευθυντής μάρκετινγκ ετοιμάζει μια αναφορά για τον γενικό διευθυντή της εταιρείας. |
ετοιμάζομαι να, προετοιμάζομαι για να
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je me prépare à courir un marathon (or: Je me prépare pour le marathon). Προετοιμάζομαι για να τρέξω μαραθώνιο. |
κάνω ετοιμασίες για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Simon a passé toute la journée à se préparer pour l'arrivée de ses invités. Ο Σάιμον όλη την ημέρα έκανε ετοιμασίες για την άφιξη των καλεσμένων του. |
ετοιμάζομαιverbe pronominal (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prépare-toi à être surpris ! Ετοιμάσου να εκπλαγείς! |
προκαταρκτική εργασία
|
βάζω τη φωτιά, ετοιμάζω τη φωτιά, ανάβω τη φωτιάlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il a préparé un feu pour le groupe. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πήγε νωρίτερα για να βάλει τη φωτιά και να βρούμε το σπίτι ζεστό. |
προετοιμάζω το έδαφοςlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les intrigues de Zack ont préparé le terrain à la chute de Virginia. |
ανοίγω το δρόμοlocution verbale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les premiers pionniers ont ouvert la voie aux colons. |
συντάσσω επίσημο έγγραφο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Οι δικηγόροι συντάσσουν ένα επίσημο έγγραφο, το οποίο περιγράφει τον διακανονισμό του διαζυγίου μου. |
ετοιμάζω, προετοιμάζωverbe pronominal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίρνω δείγμαlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le laborantin s'échine à préparer des échantillons de peau avant de les envoyer pour analyse. |
προετοιμάζω το έδαφος(figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les accords économiques ont servi à préparer le terrain en vue d'une pleine coopération politique. Η οικονομική συμφωνία προετοίμασε το έδαφος για πλήρη πολιτική συνεργασία. |
προετοιμάζω το έδαφοςlocution verbale (figuré) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les aînés d'une famille préparent souvent le terrain pour leurs cadets, auxquels on donne plus de liberté et moins de responsabilités. Τα μεγαλύτερα παιδιά συνήθως προετοιμάζουν το έδαφος για τα νεότερα αδέρφια τους, στα οποία δίνεται μεγαλύτερη ελευθερία και λιγότερες ευθύνες. |
ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'ai tout emballé en vue du déménagement, mais je dois encore me préparer mentalement au changement de décor. Έχω μαζέψει τα πράγματά μου για την μετακόμιση αλλά έχω ακόμα να προετοιμαστώ πνευματικά για την αλλαγή. |
είμαι στον σωστό δρόμοverbe pronominal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν είναι για καλό(familier) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) Quand il a ce regard, je sais qu'il mijote quelque chose. |
συγκεντρώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ετοιμάζομαι για ύπνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vanessa a dit aux enfants de se préparer pour aller au lit. |
ετοιμάζομαι να κάνω κτlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
προετοιμάζομαι ψυχολογικά
|
ετοιμάζομαι να ρίξω το τελειωτικό χτύπημαlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προετοιμάζομαιlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προετοιμάζομαι, οργανώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu as bien fait de préparer à l'avance ; sinon, nous n'aurions peut-être jamais trouvé d'hôtel. |
ετοιμάζομαι για αγώνα(boxeurs) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les boxeurs se sont mis en garde avant que l'arbitre ne siffle. |
προετοιμάζομαιverbe pronominal (psychologiquement) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δίνω εργαλείαverbe pronominal |
ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les joueurs se préparaient pour le match décisif de ce soir. Οι παίκτες άρχιζαν να προετοιμάζονται για τον μεγάλο αγώνα. |
επιμελούμαι(Journalisme, Édition) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζέυω βιαστικά, συγκεντρώνω στα γρήγορα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ετοιμάζω φαγητό, μαγειρεύωlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sors donc les poubelles pendant que je prépare à manger. Γιατί δεν βγάζεις έξω τα σκουπίδια όσο εγώ θα ετοιμάζω φαγητό; |
ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Prépare-toi à mourir, misérable larve ! |
ετοιμάζομαι να κάνω κτverbe pronominal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Miranda s'est préparée pour partir en voyage. |
παίρνω δείγμαlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προετοιμάζομαι(για κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tout le monde se préparer (or: se tient prêt) pour les chutes de neige prévues cette nuit. Όλοι προετοιμάζονται για τα 30 εκατοστά χιόνι που προβλέπονται για απόψε. |
μαζεύω τα εργαλεία για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'essaie de me préparer pour mes examens de fin d'année lundi. Προσπαθώ να προετοιμαστώ για τις τελικές εξετάσεις της Δευτέρας. |
αναλαμβάνω το κείτερινκ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η μητέρα μου αναλάμβανε το κείτερινγκ σε γάμους. |
φτιάχνω, μαγειρεύω(familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je vais nous préparer quelque chose vite fait. |
προετοιμάζομαι για να κάνω κτ, ετοιμάζομαι για να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Palmer se prépare pour jouer au match d'ouverture de la saison des Denver Bronco contre les Indianapolis Colts. |
ετοιμάζω κτ στο άψε σβήσε, φτιάχνω κτ στο άψε σβήσε(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Elizabeth confectionna vite fait bien fait un déguisement pour la soirée déguisée avec quelques bouts de vieux tissu qu'elle avait dans un tiroir. Η Ελίζαμπεθ ετοίμασε στο άψε σβήσε μια στολή για το κυριλέ πάρτυ μασκέ από μερικά παλιά υφάσματα που είχε στο συρτάρι. |
παρέχω τα εφόδια σε κπ για να κάνει κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mon éducation ne m'a pas préparé à faire face à ces ennuis. |
κρατιέμαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "Préparez-vous", cria le machiniste alors que le grand huit commençait à bouger. |
προετοιμάζω κπ για κτ
Le professeur prépare les élèves au test. Ο καθηγητής προετοιμάζει τους μαθητές για το τεστ. |
φτιάχνω κτ στα γρήγορα, ετοιμάζω κτ στα γρήγορα(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Assieds-toi, je vais nous préparer un petit déjeuner, vite fait. |
προετοιμάζομαι για κτ, ετοιμάζομαι για κτ
|
σχεδιάζομαιverbe pronominal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πηγαίνω, κάνω(μτφ, καθομ: να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il se préparait à ouvrir la porte mais elle l'a pris par le bras. Πήγε (or: Έκανε) να ανοίξει την πόρτα, αλλά του άρπαξε το χέρι. |
προετοιμάζω κτ για κτ, ετοιμάζω κτ για κτ
Judith prépara la machine pour qu'elle puisse démarrer dès que nécessaire. Η Τζούντιθ προετοίμασε το μηχάνημα ώστε να είναι έτοιμο να ξεκινήσει μόλις χρειαζόταν. |
προετοιμάζω(κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le manager forma Jeff au poste de vendeur. Ο μάνατζερ προετοίμαζε τον Τζεφ για τη θέση στις πωλήσεις. |
προετοιμάζω κπ για κτ
Ce programme prépare les étudiants à une carrière dans le domaine du marketing. Αυτό το μάθημα θα προετοιμάσει τους σπουδαστές για μια καριέρα στο μάρκετινγκ. |
προετοιμάζω κπ για να κάνει κτ(Éducation) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ce programme forme les étudiants à l'enseignement dans le secondaire. Αυτό το μάθημα θα προετοιμάσει τους σπουδαστές για να διδάξουν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. |
φτιάχνω καφέlocution verbale (ανάλογα την περίπτωση) |
βάζω τη στολή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'équipe médico-légale se mit en tenue avant d'entrer sur la scène de crime. Τα μέλη της εγκληματολογικής ομάδας έβαλαν τις στολές τους πριν εισέλθουν στον τόπο του εγκλήματος. |
προετοιμάζομαι για ρίψηverbe pronominal (Base-ball) (μπέιζμπολ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προετοιμάζωverbe transitif (κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'expérience vous préparera à ce poste. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του préparer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του préparer
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.