Τι σημαίνει το demander στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης demander στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του demander στο Γαλλικά.

Η λέξη demander στο Γαλλικά σημαίνει ζητάω, ζητώ, διατάζω, ικετεύω, παρακαλώ, ζητώ, ρωτάω, ρωτώ, ζητάω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ρωτάω, ρωτώ, ζητάω, ζητώ, απαιτώ, παρακαλώ, εκλιπαρώ, κάνω έκκληση, θέλω, ζητάω, ζητώ, υποβάλλω αίτηση, χρειάζομαι, απαιτώ, υποστηρίζω κτ, υποβάλλω αίτηση για κτ, καταθέτω αίτηση για κτ, αναρωτιέμαι, ρωτάω, ρωτώ, αναρωτιέμαι, ζητάω κτ από κπ, ζητώ κτ από κπ, ζητάω από κπ να κάνει κτ, ζητώ από κπ να κάνει κτ, ρωτάω, ρωτώ, ρωτάω, ρωτώ, μεταχρονολογώ, ζητιανεύω, που δε θέλει κόπο, έθιμο του Χαλοουίν, ζητάω πολλά;, ζητώ συγχώρεση, ικετεύω έλεος, αγχώνομαι, δέχομαι συμβουλές, ζητώ μια χάρη, ζητάω τον λογαριασμό, στρέφομαι σε κπ για βοήθεια, καλώ κπ να λογοδοτήσει, ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ, παίρνω πολύ καιρό, θέλω πολύ καιρό, ζητώ συγνώμη, ζητώ, δέχομαι συμβουλές, κάνω πρόταση γάμου, παραξενεύομαι με κτ, απορώ με κτ, ζητώ την έγκριση κάποιου για κάτι, ζητώ μια χάρη, ζητώ συγχώρεση από κπ, ζητώ συγνώμη από κπ, ζητάω, ζητώ, πρέπει να κάνω κτ, ζητώ μια χάρη, ζητώ βοήθεια, αιτούμαι, ρωτάω, ρωτώ, καλώ κπ να κάνει κτ, λαμβάνω την εντολή να κάνω κτ, απευθύνομαι, ζητώ συγνώμη από κπ για κτ, ζητάω πληροφορίες, χρεώνω, καγχάζω, καταλαμβάνω κτ ζητώντας λύτρα, ζητώ συγγνώμη από κπ που έκανα κτ, ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ που έκανα, απαιτώ να κάνω κτ, εξετάζω, σκέφτομαι, ζητάω ταυτότητα, ζητιανεύω κτ από κπ, ρωτάω για κπ, ρωτώ για κπ, κάνω πρόταση γάμου σε κπ, ρωτώ για κπ, κάνω call, τράκα, λέω σε κπ να κάνει κτ, ελέγχω, προστάζω, καλώ, ζητάω ταυτότητα από κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης demander

ζητάω, ζητώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le policier a demandé mon permis et ma carte grise.
Οι αστυνομικοί μου ζήτησαν την άδεια οδήγησης και την άδεια κυκλοφορίας.

διατάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La reine demandait à ses sujets de faire la révérence.
Η βασίλισσα έδωσε διαταγή στους υπηκόους της να υποκλιθούν.

ικετεύω, παρακαλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le sénateur a demandé une enquête complémentaire.

ρωτάω, ρωτώ

(αν/εάν/πότε/πώς)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred a demandé si Larry avait le temps de l'aider à déménager ce week-end. Lucie a demandé quand le prochain train pour King's Cross partirait.
Ο Φρεντ ρώτησε αν ο Λάρυ είχε χρόνο να τον βοηθήσει να μετακομίσει το σαββατοκύριακο. Η Λούσι ρώτησε πότε φεύγει το επόμενο τραίνο για Κινγκ Τζορτζ Κρος.

ζητάω

(βοήθεια: από κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a demandé son aide.
Ζήτησε τη βοήθειά του.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

verbe transitif (une carte à jouer)

C'est mon tour et je vais demander une carte.

ρωτάω, ρωτώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Permettez-moi de vous demander ceci : comment les oiseaux ont-ils évolué ?

ζητάω, ζητώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elle a demandé (or: sollicité) plus de temps pour terminer son rapport.
ΝEW: Δεν σκοπεύω να αιτηθώ νέας αναβολής.

απαιτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρακαλώ, εκλιπαρώ, κάνω έκκληση

(le pardon)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θέλω

(requérir la présence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je te veux ici à neuf heures ce soir.
Σε θέλω εκεί το αργότερο στις εννιά απόψε.

ζητάω, ζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποβάλλω αίτηση

(για κτ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Thomas a fait une demande de carte de crédit.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Με την υποβολή του παρόντος εγγράφου, αιτούμαι τη συμμετοχή μου στο πρόγραμμα.

χρειάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Το σώμα χρειάζεται τροφή σε τακτά χρονικά διαστήματα.

απαιτώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cette tâche exige un niveau élevé de concentration.
Η δουλειά αυτή απαιτεί μεγάλο βαθμό συγκέντρωσης.

υποστηρίζω κτ

(ιδέα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le principal a plaidé en faveur de l'augmentation du nombre de professeurs au dernier conseil.
Στην τελευταία συνεδρίαση του συλλόγου, ο διευθυντής του σχολείου επιχειρηματολόγησε υπέρ του διορισμού περισσότερων καθηγητών.

υποβάλλω αίτηση για κτ, καταθέτω αίτηση για κτ

(d'adoption)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η εταιρεία του Τζεφ απέτυχε και αναγκάστηκε να κηρύξει πτώχευση.

αναρωτιέμαι

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je me demande si l'on peut faire du vin avec des cerises. // Je me demande si ce film passe encore au cinéma.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Αναρωτιέμαι αν μπορεί κανείς να φτιάξει κρασί από κεράσια.

ρωτάω, ρωτώ

(κάποιον κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un homme m'a arrêté dans la rue pour me demander l'heure.
Ένας άντρας με σταμάτησε στον δρόμο και με ρώτησε τι ώρα είναι.

αναρωτιέμαι

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je me demande si vous seriez intéressé par l'achat de cette voiture.
Αναρωτιέμαι αν θα σας ενδιέφερε να αγοράσετε αυτό εδώ το αυτοκίνητο.

ζητάω κτ από κπ, ζητώ κτ από κπ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La sans-abri m'a demandé de l'argent.
Η άστεγη γυναίκα μου ζήτησε λεφτά.

ζητάω από κπ να κάνει κτ, ζητώ από κπ να κάνει κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ma sœur m'a demandé de lui passer le sel.
Η αδερφή μου μου ζήτησε να της δώσω το αλάτι.

ρωτάω, ρωτώ

(αν/μήπως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai oublié de lui demander s'il pouvait me conduire à la fête.
Ξέχασα να τον ρωτήσω αν θα μπορούσε να με πάει στο πάρτι.

ρωτάω, ρωτώ

verbe transitif indirect (καποιον αν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rita m'a demandé si je voulais dîner.
Με ρώτησε αν ήθελα βραδινό.

μεταχρονολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ζητιανεύω

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'était une ville pauvre et il y avait des gens qui mendiaient (or: demandaient) de l'argent à presque chaque coin de rue.
Ήταν μια φτωχή πόλη και άνθρωποι που ζητιάνευαν χρήματα σχεδόν σε κάθε γωνία.

που δε θέλει κόπο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Faire un gâteau en utilisant une préparation préemballée est facile (or: aisé).

έθιμο του Χαλοουίν

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ζητάω πολλά;

verbe transitif (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Deux guitares pour le prix d'une, c'est trop demander !

ζητώ συγχώρεση

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ικετεύω έλεος

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αγχώνομαι

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δέχομαι συμβουλές

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand il ne savait que faire, il demandait souvent conseil à son ancien professeur d'histoire.

ζητώ μια χάρη

locution verbale

Je peux te demander un service ? Est-ce que tu pourrais arroser le jardin en mon absence ?
Μπορώ να ζητήσω μια χάρη; Θα μπορούσες να ποτίζεις τον κήπο μου όσο θα λείπω;

ζητάω τον λογαριασμό

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si personne ne veut de dessert, appelons la serveuse et demandons l'addition.

στρέφομαι σε κπ για βοήθεια

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλώ κπ να λογοδοτήσει

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίρνω πολύ καιρό, θέλω πολύ καιρό

(μέρες, μήνες κλπ.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζητώ συγνώμη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si tu fais de la peine à quelqu'un, tu dois faire tes excuses.
Αν πληγώσεις τα αισθήματα κάποιου, πρέπει να ζητήσεις συγνώμη.

ζητώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δέχομαι συμβουλές

κάνω πρόταση γάμου

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il envisage de la demander en mariage bientôt mais pour l'instant, il a le trac ! Elle était très émue lorsqu'il l'a demandée en mariage.

παραξενεύομαι με κτ, απορώ με κτ

verbe pronominal

Étant donné qu'il était parti en vacances en été, il fut étonné de recevoir une facture d'électricité aussi élevée.

ζητώ την έγκριση κάποιου για κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζητώ μια χάρη

locution verbale (από κάποιον)

ζητώ συγχώρεση από κπ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζητώ συγνώμη από κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai présenté mes excuses à Brenda pour l'incident et elle m'a pardonné.
Ζήτησα συγνώμη από τη Μπρέντα για το περιστατικό και με συγχώρεσε.

ζητάω, ζητώ

(κάτι ή να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a demandé (or: exigé) qu'elle termine les travaux vendredi dernier délai.
Της ζήτησε να τελειώσει τη δουλειά έως την Παρασκευή.

πρέπει να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vous êtes tenu de remplir ce formulaire.
Υποχρεούστε να συμπληρώσετε αυτή την αίτηση.

ζητώ μια χάρη

locution verbale (από κάποιον)

Μπορώ να σου ζητήσω μια χάρη;

ζητώ βοήθεια

locution verbale

αιτούμαι

(Droit) (επίσημο: κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vous devriez déposer une demande d'ordonnance de protection auprès du tribunal.
Πρέπει να ζητήσεις εντολή προστασίας από το δικαστήριο.

ρωτάω, ρωτώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καλώ κπ να κάνει κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λαμβάνω την εντολή να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai reçu l'ordre de remplir le formulaire.

απευθύνομαι

(σε κπ για κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les gouverneurs ont demandé de l'aide au Président pour mettre fin aux émeutes.
Οι κυβερνήτες της πολιτείας ζήτησαν βοήθεια από τον Πρόεδρο για να σταματήσουν τις εξεγέρσεις.

ζητώ συγνώμη από κπ για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu devrais présenter tes excuses à Stephen pour la façon dont tu l'as traité hier.
Θα πρέπει να ζητήσεις συγνώμη από τον Στίβεν για τον τρόπο με τον οποίο του φέρθηκες χτες.

ζητάω πληροφορίες

(για κτ, σχετικά με κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'avocat se fait payer 100 £ de l'heure.
Ο δικηγόρος παίρνει εκατό δολάρια την ώρα.

καγχάζω

(μιλάω γελώντας)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pourquoi portes-tu ce chapeau ridicule ?, dit-il en riant (or: demanda-t-il en riant).
«Γιατί φοράς αυτό το γελοίο καπέλο;» κάγχασε.

καταλαμβάνω κτ ζητώντας λύτρα

locution verbale (πλοίο, αεροπλάνο κλπ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les pirates ont demandé des millions de dollars de rançon pour le bateau.
Οι πειρατές κατέλαβαν το πλοίο ζητώντας λύτρα εκατομμυρίων δολαρίων.

ζητώ συγγνώμη από κπ που έκανα κτ, ζητώ συγγνώμη από κπ για κτ που έκανα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jane m'a présenté ses excuses pour m'avoir traité de menteur.
Η Τζέιν μου ζήτησε συγνώμη που με αποκάλεσε ψεύτη.

απαιτώ να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'exige de voir le gérant !
Απαιτώ να δω τον διευθυντή!

εξετάζω, σκέφτομαι

verbe pronominal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gouvernement se demande s'il doit organiser un référendum sur la question.
Η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος γι' αυτό το ζήτημα.

ζητάω ταυτότητα

(από κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζητιανεύω κτ από κπ

Le pauvre garçon demandait de la nourriture et de l'argent à des passants dans la rue.
Το φτωχό αγόρι ζητιάνευε φαγητό και λεφτά από ξένους στον δρόμο.

ρωτάω για κπ, ρωτώ για κπ

Kate a demandé des nouvelles de la sœur de Ben quand elle a vu celui-ci au magasin.

κάνω πρόταση γάμου σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il m'a demandé en mariage sur la plage à minuit.
Μου έκανε πρόταση γάμου τα μεσάνυχτα στην παραλία.

ρωτώ για κπ

J'ai vu tes amis Vicki et Peter hier et ils m'ont demandé de tes nouvelles.
Συνάντησα τυχαία τους παλιούς σου φίλους, τη Βίκυ και τον Πίτερ, χτες και με ρώτησαν για σένα.

κάνω call

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai demandé aux joueurs d'abattre leurs cartes et ils ont révélé leur jeu.

τράκα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il m'a demandé cinq mille dollars ! Il croit que je suis crésus ou quoi ?

λέω σε κπ να κάνει κτ

(ordonner)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il lui a dit de nettoyer sa chambre.

ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sentinelle demande à tous ceux qui approchent de s'identifier.

προστάζω

(exiger, demander) (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quand ta mère t'ordonne de ranger ta chambre, fais-le.

καλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le juge demanda à la défense de venir à la barre.

ζητάω ταυτότητα από κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bien que Mona ait trente ans, on lui demande quasiment tout le temps ses papiers quand elle achète de l'alcool.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του demander στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του demander

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.