Τι σημαίνει το avaliar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης avaliar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του avaliar στο πορτογαλικά.

Η λέξη avaliar στο πορτογαλικά σημαίνει εκτιμώ, αποτιμώ, αξιολογώ, αξιολογώ, αξιολογώ, εκτιμώ, εκτιμώ την αξία, μετράω, ζυγίζω, αξιολογώ, υπολογίζω, εκτιμώ, συγκρίνω, αντιπαραβάλλω, εκτιμώ, αξιολογώ, πουλάω κάτι με τιμή..., εκτιμάω, εκτιμώ, εκτιμώ, κρίνω, αναλύω, εκτιμώ, μετράω, επιστατώ, επιτηρώ, εποπτεύω, διαπιστώνω, εξακριβώνω, βλέπω, βολιδοσκοπώ την κατάσταση, υποθέτω, ποσοτικοποιώ, σκέφτομαι σοβαρά, σκέφτομαι καλά, βαθμολογώ, βαθμολογώ, επιθεωρώ, βαθμολογώ, αξιολογώ την κατάσταση, αναλογίζομαι τις συνέπειες, βλέπω κτ πρώτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης avaliar

εκτιμώ, αποτιμώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os administradores avaliaram os ativos da empresa.
Οι εκκαθαριστές υπολόγισαν την αξία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας.

αξιολογώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O conselho avaliou os candidatos ao emprego.
Η επιτροπή αξιολόγησε τους υποψήφιους για τη δουλειά.

αξιολογώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O chefe avaliou o projeto para ver se havia valido a pena.
Το αφεντικό αξιολόγησε το πρότζεκτ για να δει αν άξιζε τον κόπο.

αξιολογώ, εκτιμώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O consultor avaliou a situação.
Ο σύμβουλος αξιολόγησε (or: εκτίμησε) την κατάσταση.

εκτιμώ την αξία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μετράω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πριν από έναν καβγά μετράω τον άλλο για να καταλάβω εάν μπορώ να τον νικήσω.

ζυγίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ao me decidir, tive que avaliar as vantagens e desvantagens.
Για να πάρω την απόφασή μου έπρεπε να ζυγίζω τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα.

αξιολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υπολογίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ron tentou avaliar a distância até as árvores.
Ο Ρον προσπάθησε να υπολογίσει την απόσταση μέχρι τα δέντρα.

εκτιμώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A casa dos Anderson foi avaliada bem abaixo do valor de mercado.
Το σπίτι των Άντερσον εκτιμήθηκε κατά πολύ κάτω από την αξία της αγοράς.

συγκρίνω, αντιπαραβάλλω, εκτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O boxeador avaliou seu oponente.
Ο μποξέρ εκτίμησε τον αντίπαλό του.

αξιολογώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O chefe irá avaliar sua performance.
Το αφεντικό θα αξιολογήσει τις επιδόσεις σου.

πουλάω κάτι με τιμή...

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A agência imobiliária avaliou a casa em R$ 150.000
Ο μεσίτης πωλούσε το σπίτι στην τιμή των $150.000.

εκτιμάω, εκτιμώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O avaliador irá avaliar a casa.
Ο ειδικός θα εκτιμήσει το σπίτι.

εκτιμώ

verbo transitivo (valor financeiro) (την αξία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O valor da empresa foi avaliado em 10 milhões de dólares.
Η αξία της εταιρείας εκτιμήθηκε στα 10 εκατομμύρια δολάρια.

κρίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode avaliar as vantagens do seu produto em relação aos outros se tiver familiaridade com o mercado.

αναλύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτιμώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O valor da propriedade foi avaliado (or: estimado) em um milhão de euros.
Εκτίμησαν την αξία της ιδιοκτησίας στο ένα εκατομμύριο Ευρώ.

μετράω

verbo transitivo (fazer cálculo aproximado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu contei quinhentos docinhos. Está certo?
Βρήκα τις καραμέλες πάνω από πεντακόσιες. Έπεσα μέσα;

επιστατώ, επιτηρώ, εποπτεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαπιστώνω, εξακριβώνω

(ότι, πως, αν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É simplesmente impossível determinar se o departamento receberá recursos suficientes no próximo ano.
Είναι απλώς αδύνατον να εξακριβώσουμε αν το τμήμα θα λάβει αρκετή χρηματοδότηση την επόμενη χρονιά ή όχι.

βλέπω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vamos ver, o que precisamos fazer agora?
Για να δούμε, τι πρέπει να κάνουμε μετά;

βολιδοσκοπώ την κατάσταση

(acessar ou avaliar algo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υποθέτω

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Linda calculou a idade do estranho sendo cerca de cinquenta anos.
Η Λίντα υπέθεσε ότι η ηλικία του ξένου θα ήταν γύρω στα πενήντα.

ποσοτικοποιώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκέφτομαι σοβαρά, σκέφτομαι καλά

(considerar algo completamente)

βαθμολογώ

verbo transitivo (dar nota)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os críticos avaliam os filmes em uma escala de um a dez.
Οι κριτικοί ταινιών βαθμολογούν τις ταινίες με μια κλίμακα από ένα έως δέκα.

βαθμολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Um professor deu nota A para o trabalho dela.

επιθεωρώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A jogadora de xadrez examinou o tabuleiro antes de fazer a próxima jogada.

βαθμολογώ

(teste)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O professor deu nota nas provas de múltipla escolha.

αξιολογώ την κατάσταση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Precisamos avaliar a situação e ver qual é o próximo passo.
Πρέπει να αξιολογήσουμε την κατάσταση και να δούμε πως θα προχωρήσουμε από εδώ και πέρα.

αναλογίζομαι τις συνέπειες

expressão verbal (comparar os resultados possíveis)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βλέπω κτ πρώτος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του avaliar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.