Τι σημαίνει το conhecimento στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης conhecimento στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conhecimento στο πορτογαλικά.

Η λέξη conhecimento στο πορτογαλικά σημαίνει γνώση, γνώση, πληροφορίες, εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, θεωρητικές γνώσεις, γνώση, δεδομένα, στοιχεία, γνώση, γνωριμία, γνώση, γνώση, αντίληψη, γνώση, επίγνωση, αντίληψη, γνώση, επίγνωση, φορτωτική, savoir-faire, εμβάθυνση, ικανότητες, ενημερώνω κπ για κτ, κοινός τόπος, εν αγνοία, φορτωτική, απόκτηση γνώσεων, σύνολο γνώσεων, θεωρία, γνωστό τοις πάσι, ενορατική γνώση, πρακτική γνώση, βαθιά γνώση, τεχνογνωσία, δίψα για γνώση, κατανόηση μέσω της γνώσης, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, θεματική περιοχή, εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, ξέρω καναδυό πραγματάκια, ξέρω ένα δυο πράγματα, δίνω βάση σε κτ, δίνω προσοχή σε κτ, μαθαίνω για κτ, είμαι έμπειρος σε, λαμβάνω υπόψη, ακούω, μαθαίνω, γνωστός, επιφανής, γενικές γνώσεις, βασικές γνώσεις, με γνώσεις, καταλαβαίνω, συμπεραίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης conhecimento

γνώση

substantivo masculino (de um fato) (γεγονότος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela manteve como segredo do seu marido o conhecimento do caso de amor.
Είχε γνώση για το ειδύλλιο, αλλά το κράτησε μυστικό από τον άντρα της.

γνώση

substantivo masculino (entendimento) (κατανόηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O psicólogo tinha um conhecimento profundo sobre a natureza humana.
Ο ψυχολόγος είχε βαθιά γνώση της ανθρώπινης φύσης.

πληροφορίες

(informação)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Este livro tem muito conhecimento. Você deveria estudá-lo a fundo.
Αυτό το βιβλίο περιλαμβάνει πολλές πληροφορίες. Πρέπει να το μελετήσεις προσεκτικά.

εγκυκλοπαιδικές γνώσεις, θεωρητικές γνώσεις

substantivo masculino (erudição) (θεωρία)

Ele tem bastante conhecimento sobre o assunto, mas tem pouca experiência prática.
Έχει πολλές εγκυκλοπαιδικές γνώσεις για το θέμα, αλλά ελάχιστη εμπειρία στην πράξη.

γνώση

substantivo masculino (familiaridade)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ninguém tinha mais conhecimento das estradas da área como ele.

δεδομένα, στοιχεία

(conjunto de dados) (πραγματικά στοιχεία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Temos muito mais conhecimento sobre distúrbios do sono hoje em dia do que nunca antes.
Σήμερα έχουμε πολύ περισσότερα δεδομένα (or: στοιχεία) για τις διαταραχές του ύπνου σε σχέση με παλαιότερα.

γνώση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Você tem algum conhecimento da direção da empresa?

γνωριμία

(απλή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γνώση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Seu conhecimento de regras de contabilidade fazia dela uma ótima contadora.
Η γνώση των λογιστικών κανόνων την κατέστησε σπουδαία λογίστρια.

γνώση

substantivo masculino (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O conhecimento da maioria das pessoas sobre outros países é limitado.
Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν περιορισμένες γνώσεις για άλλες χώρες.

αντίληψη, γνώση, επίγνωση

(consciência)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντίληψη, γνώση, επίγνωση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φορτωτική

(documento de mercadorias embarcadas) (έγγραφο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

savoir-faire

(francês)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

εμβάθυνση

(figurativo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ικανότητες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Eu tenho o preparo para ser o melhor na minha área de trabalho.
Έχω τις γνώσεις για να είμαι ο καλύτερος στον τομέα εργασίας μου.

ενημερώνω κπ για κτ

(γνώση)

As pessoas estão usando pulseiras este mês para conscientizar a população sobre questões de saúde mental.

κοινός τόπος

locução adjetiva (fato: bem conhecido)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εν αγνοία

locução adverbial (με γενική: κάποιου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φορτωτική

(BRA)

O conhecimento de embarque listava todos os conteúdos da carga.
Η φορτωτική απαριθμούσε όλα τα περιεχόμενα του φορτίου.

απόκτηση γνώσεων

(aprendizagem)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σύνολο γνώσεων

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θεωρία

(teoria)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γνωστό τοις πάσι

(λόγιο: είναι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Era de conhecimento geral que Bill tinha um problema com a bebida. Embora Galileu tenha sido perseguido por dizer isso no século XVII, agora é de conhecimento geral que a Terra orbita o sol.
Όλοι στην εταιρεία γνώριζαν ότι ο Μπιλ αντιμετώπιζε πρόβλημα αλκοολισμού.

ενορατική γνώση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρακτική γνώση

(informações que podem ser aplicadas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Έχω κάποια πρακτική γνώση της φυσικής αλλά δεν θα μπορούσα να εξηγήσω την κβαντική θεωρία.

βαθιά γνώση

(familiaridade profunda sobre algo)

τεχνογνωσία

(qualificações práticas e especiais)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δίψα για γνώση

(desejo intenso por aprender) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κατανόηση μέσω της γνώσης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

θεματική περιοχή

(campo de estudo ou área de conhecimento)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εγκυκλοπαιδικές γνώσεις

ξέρω καναδυό πραγματάκια, ξέρω ένα δυο πράγματα

(informal) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω βάση σε κτ, δίνω προσοχή σε κτ

(prestar atenção)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαθαίνω για κτ

είμαι έμπειρος σε

locução verbal (saber, conhecer)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λαμβάνω υπόψη

(formal: nota, conhecimento)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακούω, μαθαίνω

expressão verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se eu ouvir falar de qualquer abertura de vagas de trabalho, eu te informarei.
Αν ακούσω (or: μάθω) για κάποια ελεύθερη θέση εργασίας, θα σε ενημερώσω.

γνωστός, επιφανής

(pessoa: bem conhecida)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γενικές γνώσεις

Πραγματικά απορώ πώς αποκτά όλες αυτές τις γενικές γνώσεις!

βασικές γνώσεις

substantivo masculino

Μιλάω καλά ελληνικά και έχω βασικές γνώσεις στα πορτογαλικά.

με γνώσεις

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καταλαβαίνω, συμπεραίνω

(ficar sabendo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eu soube que você a odeia. Isso é verdade?

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conhecimento στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.