Τι σημαίνει το avis στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης avis στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του avis στο Γαλλικά.

Η λέξη avis στο Γαλλικά σημαίνει γνώμη, άποψη, ειδοποίηση, γνώμη, άποψη, γνώμη, εκτίμηση, κρίση, γνώμη, ειδοποίηση, κριτική, γνώμη, άποψη, κρίση, εκτίμηση, αίσθηση, δημόσια ανακοίνωση, ειδοποίηση, προειδοποίηση, στάση, κρίση, άποψη, γνώμη, γνώμη, άποψη, γνώμη, άποψη, καταζητούμενος, δεύτερη σκέψη, αλλάζω γνώμη, ισχυρογνώμονας, ισχυρογνώμων, που έχουν την ίδια άποψη, που σκέφτονται το ίδιο, σε συμφωνία, κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, κατά τη γνώμη μου, όπως το βλέπω εγώ, όπως λένε όλοι, από ότι λένε όλοι, αν σου λέει κάτι, αν έχει καμιά σημασία, εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, αν δεν αναφέρεται διαφορετικά, πιστεύω, νομίζω, θεωρώ, σχολιασμός, αντίθετη άποψη, αντίθετη γνώμη, κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή, αλλαγή άποψης, αλλαγή γνώμης, αλλαγή γνώμης, συγκατάθεση δικαστή, δελτίο θυέλλης, αντικειμενική άποψη, απόδειξη παραλαβής, δεύτερη γνώμη, προειδοποίηση, οδηγία για μολυσμένο νερό, επικρατούσα άποψη, γενική παραδοχή, κοινή άποψη, προειδοποίση προς τους γονείς, προειδοποίση για τους γονείς, απόδειξη παράδοσης, ισχυρή γνώμη, ισχυρή άποψη, αντικρουόμενες γνώμες, αντικρουόμενες απόψεις, συμβουλές δημόσιας υγείας, σε συμφωνία με, σύμφωνα με, σε συμφωνία με, πιστεύω, θεωρώ, επίτρεψέ μου να διαφωνήσω, αλλάζω γνώμη, αλλάζω γνώμη, δέχομαι συμβουλές, αλλάζω, αποφαίνομαι, έχω ιδέα, γνωρίζω στοιχειωδώς, λέω τη γνώμη μου, ζητώ την έγκριση κάποιου για κάτι, λέω, αναγγελία θανάτου, συμφωνώ με κπ, διαφωνώ, δεν εισακούω, διαφωνώ, αλλάζω γνώμη, αλλάζω στρατόπεδο, μεταπείθομαι, συμφωνώ, επίσημη ενημέρωση, φορολογική αποτίμηση, γραπτή προειδοποίηση, αλλάζω γνώμη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης avis

γνώμη, άποψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Personne n'écoute jamais mon avis.
Κανένας δεν ακούει ποτέ την άποψή (or: τη γνώμη) μου.

ειδοποίηση

(Droit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a reçu l'avis de saisie.
Έλαβε ειδοποίηση για την κατάσχεση.

γνώμη

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Après que le docteur m'annonça que je devais subir une opération, j'ai demandé un second avis.
Όταν ο γιατρός είπε ότι χρειαζόμουν επέμβαση, ζήτησα μια δεύτερη γνώμη.

άποψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mon opinion est que la peine de mort est moralement inacceptable.
Η άποψή μου είναι ότι η θανατική ποινή είναι ηθικά ανάρμοστη.

γνώμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκτίμηση, κρίση, γνώμη

nom masculin (άποψη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
À ton avis, qu'est-ce qui va nous sortir de cette galère ?

ειδοποίηση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le paysagiste a laissé un avis accompagné d'un reçu sur la porte de Tom.

κριτική

nom masculin (sur un hôtel,...)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γνώμη, άποψη

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ne change pas d'avis sur le sujet, s'il te plaît.
Μην αλλάξεις γνώμη γι' αυτό το θέμα, σε παρακαλώ.

κρίση, εκτίμηση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
À son avis, il est bon acteur.

αίσθηση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
De l'avis général, cette loi est juste.

δημόσια ανακοίνωση

ειδοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προειδοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ils auraient dû lancer une alerte météo.
Θα έπρεπε να έχουν εκδώσει προειδοποίηση για τον καιρό.

στάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο Φίλιπ κρατάει μια πολύ θετική στάση στη ζωή του.

κρίση, άποψη, γνώμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
À votre avis, que devrait-on faire au sujet du déficit ?
Κατά την άποψή (or: γνώμη) σου, τι θα πρέπει να γίνει με το έλλειμμα;

γνώμη, άποψη

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le sentiment de Sarah à l'encontre du nouveau stagiaire se confirma lorsqu'il enchaîna boulette sur boulette.
Η άποψη της Σάρα για τις ικανότητες του νέου ασκούμενου αποδείχθηκε σωστή ενώ εκείνος έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο.

γνώμη, άποψη

nom masculin (για κτ ή σχετικά με κτ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quelle est ton point de vue sur le problème ?

καταζητούμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La police a diffusé la photo de l'homme recherché aux médias.

δεύτερη σκέψη

αλλάζω γνώμη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le gouvernement a refusé de céder sur ce point.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δεν έχει νόημα να προσπαθείς να αλλάξεις τη γνώμη του Τζωρτζ για την πολιτική. Δεν κάνει πίσω.

ισχυρογνώμονας, ισχυρογνώμων

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elle a des avis très arrêtés, malheureusement ses opinions sont toutes stupides.

που έχουν την ίδια άποψη, που σκέφτονται το ίδιο

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je suis contente d'apprendre que nous sommes du même avis sur ce sujet.

σε συμφωνία

locution adjectivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Contrairement à d'habitude, tous les membres du comité étaient du même avis sur cette question.

κατά τη γνώμη μου, κατά την άποψή μου

adverbe

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
À votre avis, est-ce que les gens ici sont ouverts ?

όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
À mon avis, c'était le meilleur film de l'année.
Κατά τη γνώμη μου αυτή ήταν η καλύτερη ταινία της χρονιάς.

κατά τη γνώμη μου

locution adverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
À mon avis, elle est beaucoup trop jeune pour se marier et avoir des enfants.
Κατά τη γνώμη μου είναι πολύ μικρή για να παντρευτεί και να κάνει παιδιά.

όπως το βλέπω εγώ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όπως λένε όλοι, από ότι λένε όλοι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αν σου λέει κάτι, αν έχει καμιά σημασία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ça vaut ce que ça vaut, mais cette voiture me semble trop puissante pour toi.

εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά, αν δεν αναφέρεται διαφορετικά

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιστεύω, νομίζω, θεωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je crois (or: pense) qu'il est très intelligent.

σχολιασμός

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αντίθετη άποψη, αντίθετη γνώμη

S'il n'y a pas d'avis divergent (or: d'opposition), nous pouvons continuer.

κοινή συμφωνία, κοινή αποδοχή

(άποψη των περισσότερων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλλαγή άποψης, αλλαγή γνώμης

locution verbale

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Je ne sais pas ce qui l'a fait changer d'avis mais Reza dit maintenant qu'il aimerait venir avec moi en France.

αλλαγή γνώμης

locution verbale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elle a changé d'avis et maintenant, elle dit qu'elle ne veut plus m'épouser.

συγκατάθεση δικαστή

nom masculin (νομικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Στη δίκη υπήρξε συγκατάθεση του δικαστή για την ετυμηγορία της ποινής.

δελτίο θυέλλης

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Εξαιτίας του δελτίου θυέλλης, αποφασίσαμε να μην ξεκινήσουμε εκείνη τη νύχτα. Εξαιτίας του δελτίου θυέλλης, το μικρό καράβι επέστρεψε στο λιμάνι.

αντικειμενική άποψη

nom masculin

On comparaît devant un juge pour obtenir un avis neutre.

απόδειξη παραλαβής

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'ai signé l'avis de réception du colis.

δεύτερη γνώμη

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je ne doute pas de votre compétence, Docteur, mais j'aimerais prendre un deuxième avis avant de me faire opérer.

προειδοποίηση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

οδηγία για μολυσμένο νερό

(δεν είναι πόσιμο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επικρατούσα άποψη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γενική παραδοχή, κοινή άποψη

nom masculin

προειδοποίση προς τους γονείς, προειδοποίση για τους γονείς

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απόδειξη παράδοσης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
J'ai reçu l'avis de réception la semaine passée, prouvant que ma lettre recommandée a été reçue par le destinataire.

ισχυρή γνώμη, ισχυρή άποψη

nom masculin

αντικρουόμενες γνώμες, αντικρουόμενες απόψεις

nom masculin pluriel (έντονη διαφωνία)

Il est normal d'observer des avis mitigés sur une question aussi sensible.

συμβουλές δημόσιας υγείας

nom masculin

σε συμφωνία με

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je suis du même avis que John sur la plupart des sujets.

σύμφωνα με

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
De l'avis d'un grand nombre de personnes âgées, les adolescents sont bien trop libres de nos jours.

σε συμφωνία με

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Je suis bien de ton avis à ce sujet.

πιστεύω, θεωρώ

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mon mari trouve que l'automne est la meilleure saison mais moi, je suis d'avis que l'hiver est mieux.

επίτρεψέ μου να διαφωνήσω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Vous pouvez penser que les pauvres apportent leur problème avec eux mais je ne suis pas entièrement d'accord (avec vous).

αλλάζω γνώμη

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai changé d'avis et j'ai décidé d'aller à la fête finalement.

αλλάζω γνώμη

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Elle a changé d'avis et a invité sa sœur finalement.

δέχομαι συμβουλές

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il n'écoutera l'avis de personne pour prendre sa décision.

αλλάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποφαίνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

έχω ιδέα, γνωρίζω στοιχειωδώς

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
À ton avis, combien on sera à l'anniversaire ?

λέω τη γνώμη μου

(figuré)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Μπορώ να πω τη γνώμη μου; Ήθελα μόνο να πω ότι η παρουσίασή σας μου φάνηκε φανταστική.

ζητώ την έγκριση κάποιου για κάτι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λέω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Comment notre société peut économiser de l'argent pendant cette récession ? Je dirais qu'on devrait arrêter d'embaucher et geler les salaires.

αναγγελία θανάτου

nom masculin (dans un journal) (απλή αναφορά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συμφωνώ με κπ

J'ai demandé son avis à Jane et elle a été d'accord avec moi.
Ζήτησα τη γνώμη της Τζέιν κι εκείνη ήταν της ίδιας άποψης με εμένα.

διαφωνώ

(με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fred voulait aller en boîte de nuit, mais George n'était pas d'accord.
Ο Φρεντ πίστευε πως θα έπρεπε να πάνε σ' ένα κλαμπ, όμως ο Τζορτζ διαφώνησε μαζί του.

δεν εισακούω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le juge n'a pas tenu compte de l'avis de l'avocat.

διαφωνώ

(με κάποιον για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Alison n'était pas d'accord avec Mike sur le meilleur moyen de faire obéir leur fille.
Η Άλισον διαφώνησε με τον Μάικ όσον αφορά τον καλύτερο τρόπο για να πειθαρχηθεί η κόρη τους.

αλλάζω γνώμη

αλλάζω στρατόπεδο

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Smith a démissionné du gouvernement et est passé à l'opposition (or: a rejoint l'opposition).
Ο Σμιθ παραιτήθηκε από την κυβέρνηση και άλλαξε στρατόπεδο προσχωρώντας στην αντιπολίτευση.

μεταπείθομαι

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve a fini par se ranger à mon avis.
Τελικά, ο Στιβ μεταπείστηκε και συμφώνησε μαζί μου.

συμφωνώ

(ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tous les élèves s'accordent à dire que c'est une bonne professeur.
Όλοι οι μαθητές συμφωνούν ότι είναι καλή δασκάλα.

επίσημη ενημέρωση

nom masculin

φορολογική αποτίμηση

γραπτή προειδοποίηση

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αλλάζω γνώμη

(figuré)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του avis στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.