Τι σημαίνει το conseil στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης conseil στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του conseil στο Γαλλικά.

Η λέξη conseil στο Γαλλικά σημαίνει συμβούλιο, παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών, συμβουλή, συμβουλή, συμβουλή, συμβουλευτική υπηρεσία, συμβουλή, υπόδειξη, συμβούλιο, ένδειξη, διευθύνον όργανο, σύμβουλος, σύσκεψη, διάσκεψη, συνεδρίαση, συμβούλιο, Προεδρία της Κυβερνήσεως, δικηγόρος, επιμελητής σεναρίου, επιμελήτρια σεναρίου, με συμβουλευτικές υπηρεσίες, συμβουλευτικός, μια συμβουλή, διεύθυνση, μέλος συμβουλίου, μέλος συμβουλίου της ενορίας, διοικητικό συμβούλιο, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου, δημοτικό συμβούλιο, επαρχιακό συμβούλιο, νομαρχιακό συμβούλιο, περιφερειακό συμβούλιο, στρατολογικό γραφείο, συμβουλή, τοπικό συμβούλιο, συμβουλευτικό συμβούλιο, διοικητικό συμβούλιο, εποπτικό συμβούλιο, δημοτικό συμβούλιο, τοπική αρχή, συμβουλευτική γάμου, ενοριακό συμβούλιο, δημοτικό συμβούλιο, συμβουλή, παραίνεση, διοικητικό συμβούλιο, αίθουσα συνεδριάσεων, μέλος συμβουλίου, εκτελεστικό συμβούλιο, σχολική επιτροπή, συμβουλευτική υπηρεσία, απόφαση επιτροπής, Δημοτική Αρχή, εταιρεία συμβούλων, πολύτιμη γνώση, καλή συμβουλή, σωστή συμβουλή, συμβουλευτική υπηρεσία διαχείρισης περιουσίας, Συμβούλιο Ασφαλείας, Συμβούλιο Ιατρικής Έρευνας, Συμβούλιο Ιατρικών Ερευνών, συμβούλιο της κομητείας, παροχή συμβουλών σε θέματα διαχείρισης, μέλος συμβουλίου της ενορίας, δέχομαι συμβουλές, συμβουλευτική υπηρεσία, διοικητικό συμβούλιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης conseil

συμβούλιο

nom masculin (comité)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La gouverneur a ordonné un conseil pour être aiguillée sur les problématiques liées au secteur de l'éducation.
Η κυβερνήτης διόρισε μια επιτροπή για να τη συμβουλεύει σε εκπαιδευτικά θέματα.

παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Je veux créer une société spécialisée dans le conseil pour les entreprises en ligne.

συμβουλή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je n'ai qu'un conseil à te donner, jeune homme : méfie-toi de cette fille.

συμβουλή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bob nous a donné des conseils pour notre voyage en Italie.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δίνω χημεία αύριο. Έχεις καμιά υπόδειξη;

συμβουλή

(συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La princesse ignora le bon conseil du magicien et ouvrit la boîte.
Η πριγκίπισσα αγνόησε τη σοφή συμβουλή του μάγου και άνοιξε το κουτί.

συμβουλευτική υπηρεσία

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
L'école offrait du conseil pour la préparation de CV et la recherche d'emploi.

συμβουλή, υπόδειξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'expert culinaire a donné quelques bons conseils pour faire de meilleures salades.

συμβούλιο

(groupe de personnes)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dr. Kimball vient tout juste d'être nommé au conseil des directeurs.
Ο Δρ Κίμπαλ μόλις διορίστηκε στο διοικητικό συμβούλιο.

ένδειξη

(ιατρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διευθύνον όργανο

σύμβουλος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Un consultant est venu analyser la structure de notre entreprise.
Ένας σύμβουλος ήρθε να αναλύσει τη δομή της εταιρείας μας.

σύσκεψη, διάσκεψη, συνεδρίαση

(συμβουλίου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il est demandé à tous les directeurs d'assister à la réunion du conseil d'administration de vendredi.

συμβούλιο

nom masculin (d'une ville)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le conseil municipal envisage d'installer un feu tricolore à cette intersection.

Προεδρία της Κυβερνήσεως

(Ηνωμένο Βασίλειο)

Il a officié en tant que Secrétaire des affaires étrangères dans le cabinet de Tony Blair.
Διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών στην Προεδρία της Κυβερνήσεως του Τόνυ Μπλερ.

δικηγόρος

(με συγκεκριμένες αρμοδιότητες)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Αυτοί οι δικηγόροι ασχολούνται κυρίως με αγορές σπιτιών και διαθήκες.

επιμελητής σεναρίου, επιμελήτρια σεναρίου

nom masculin et féminin

με συμβουλευτικές υπηρεσίες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμβουλευτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le comité consultatif peut recommander une action appropriée.
Η συμβουλευτική επιτροπή δύναται να προτείνει κατάλληλες δράσεις.

μια συμβουλή

nom masculin

Juste un conseil : ne plantez pas de pois dans le Wisconsin en mars, même si les livres le disent.

διεύθυνση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le conseil d'administration sera dissous et un nouvel organe de direction sera institué.

μέλος συμβουλίου

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μέλος συμβουλίου της ενορίας

nom masculin (εκκλησία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διοικητικό συμβούλιο

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Le conseil d'administration doit approuver tout changement à la constitution de l'entreprise.
Το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να εγκρίνει οποιαδήποτε αλλαγή στο καταστατικό της εταιρείας.

πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Le président du conseil d'administration supervise la planification stratégique de l'entreprise.

δημοτικό συμβούλιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le conseil municipal est chargé de garder les rues de la ville propres.

επαρχιακό συμβούλιο, νομαρχιακό συμβούλιο, περιφερειακό συμβούλιο

(France)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le conseil général est responsable du ramassage des déchets.

στρατολογικό γραφείο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συμβουλή

nom masculin (un peu familier)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un bon conseil : ne te balade pas dans ce quartier seul le soir.
Μια συμβουλή: Μην πας μόνος σου σε αυτή την γειτονιά όταν σκοτεινιάσει.

τοπικό συμβούλιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συμβουλευτικό συμβούλιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διοικητικό συμβούλιο

εποπτικό συμβούλιο

nom masculin (équivalent approximatif en France)

δημοτικό συμβούλιο, τοπική αρχή

(France, d'une ville)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συμβουλευτική γάμου

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Avant d'envisager le divorce, ce serait peut-être une bonne idée de faire appel au conseil conjugal.

ενοριακό συμβούλιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δημοτικό συμβούλιο

(France)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il a été élu au conseil municipal (or: à la mairie) à une large majorité.

συμβουλή, παραίνεση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η συμβουλή μου είναι να γνωρίσεις κάποια πριν τη ζητήσεις σε γάμο. Οι ομιλητές στις αποφοιτήσεις συνήθως δίνουν στους απόφοιτους μερικές συμβουλές για το μέλλον.

διοικητικό συμβούλιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le conseil d'administration de l'université a autorisé l'augmentation des frais de scolarité.

αίθουσα συνεδριάσεων

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέλος συμβουλίου

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εκτελεστικό συμβούλιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σχολική επιτροπή

(Can) (για ένα σχολείο)

Le conseil scolaire s'est réuni pour décider le budget du district pour de nouvelles salles de classe.

συμβουλευτική υπηρεσία

nom masculin

απόφαση επιτροπής

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Δημοτική Αρχή

(maire et ses adjoints)

εταιρεία συμβούλων

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πολύτιμη γνώση

nom masculin

καλή συμβουλή, σωστή συμβουλή

nom masculin

συμβουλευτική υπηρεσία διαχείρισης περιουσίας

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Συμβούλιο Ασφαλείας

nom propre masculin (Ο.Η.Ε.)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Συμβούλιο Ιατρικής Έρευνας

nom propre masculin (Royaume-Uni)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Συμβούλιο Ιατρικών Ερευνών

nom propre masculin (Royaume-Uni)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συμβούλιο της κομητείας

(Royaume-Uni)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παροχή συμβουλών σε θέματα διαχείρισης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μέλος συμβουλίου της ενορίας

nom masculin (femme) (εκκλησία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δέχομαι συμβουλές

συμβουλευτική υπηρεσία

nom masculin (παροχή συμβουλών γενικότερα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διοικητικό συμβούλιο

Les membres du conseil d'administration se réunissent pour voir comment attribuer les fonds pour l'année prochaine.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του conseil στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του conseil

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.