Τι σημαίνει το baggage στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης baggage στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του baggage στο Αγγλικά.

Η λέξη baggage στο Αγγλικά σημαίνει αποσκευές, φορτίο, εξοπλισμός, τσούλα, πόρνη, τσουλάκι, τσουλί, στρίγγλα, μέγαιρα, παράδοση αποσκευών και κάρτα επιβίβασης, παράδοση και έλεγχος αποσκευών, χώρος παραλαβής αποσκευών, υπάλληλος φορτοεκφόρτωσης αποσκευών, χώρος παραλαβής αποσκευών, χειραποσκευές, αποσκευή, πολιτισμικό φορτίο, συναισθηματικό φορτίο, υπέρβαρες αποσκευές, βάρος, χώρος αποσκευών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης baggage

αποσκευές

noun (uncountable (luggage)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Airlines have recently implemented strict restrictions on baggage.
Οι αεροπορικές εταιρείες υιοθέτησαν πρόσφατα αυστηρούς περιορισμούς για τις αποσκευές.

φορτίο

noun (figurative, uncountable (person's history) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Why do I always pick boyfriends with so much emotional baggage?
Γιατί πάντα διαλέγω γκόμενους με τόσο συναισθηματικό φορτίο;

εξοπλισμός

noun (uncountable (portable army equipment)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In their hasty retreat, the army left behind all of its baggage.

τσούλα, πόρνη

noun (figurative, pejorative (disreputable, immoral woman) (υβριστικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Don't speak to me that way, you insolent baggage!

τσουλάκι, τσουλί

noun (archaic, figurative, pejorative (playful young woman) (υβριστικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

στρίγγλα, μέγαιρα

noun (figurative, pejorative, mainly Ire (peevish old woman) (μειωτικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παράδοση αποσκευών και κάρτα επιβίβασης

noun (check-in, registration of luggage) (αεροδρόμιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I checked in my baggage at the baggage check.

παράδοση και έλεγχος αποσκευών

noun (security inspection of luggage) (αεροδρόμιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They stopped me at the baggage check when the scanner picked up something strange.

χώρος παραλαβής αποσκευών

noun (airport area)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We had to wait an hour and a half in baggage claim before our bags came through.
Έπρεπε να περιμένουμε μιάμιση ώρα στον χώρο παραλαβής αποσκευών μέχρι να έρθουν οι βαλίτσες μας.

υπάλληλος φορτοεκφόρτωσης αποσκευών

noun (airport employee)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

χώρος παραλαβής αποσκευών

noun (airport: luggage collection area)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When I got off the plane, I headed straight to baggage reclaim to wait for my suitcase.

χειραποσκευές

noun (air travel: hand luggage)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Now that airlines are charging passengers to check bags, there is more carry-on baggage.

αποσκευή

noun (uncountable (luggage in plane's hold)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Passengers are only allowed one piece of checked baggage.

πολιτισμικό φορτίο

noun (influence of one's background)

It's easier to adjust to living in a new country if you can get rid of the cultural baggage you brought with you from the old country.

συναισθηματικό φορτίο

noun (burden of personal experience)

υπέρβαρες αποσκευές

noun (luggage exceeding weight allowance)

If your luggage weighs more than 20 kilograms, you will have to pay the airline a fee for carrying excess baggage.

βάρος

noun (figurative ([sth] surplus or burdensome) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χώρος αποσκευών

noun (plane: bag storage)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The airline carries wheelchairs free of charge in the hold.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του baggage στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.