Τι σημαίνει το check στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης check στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του check στο Αγγλικά.

Η λέξη check στο Αγγλικά σημαίνει επιταγή, λογαριασμός, έλεγχος, τσεκάρω, επαληθεύω ότι/πως, ελέγχω, ελέγχω, επιλέγω, σημειώνω, ψάχνω, ελέγχω, καρό, απόδειξη, καρό, σαχ, μέσο ελέγχου, νι, ελέγχω, κάνω ντούκου, κάνω check, ελέγχω, περιορίζω, σταματώ, ελέγχω, περιορίζω, εμποδίζω, παρεμποδίζω, παραδίδω, κάνω σαχ σε κτ, μαρκάρω, παραδίδω τις αποσκευές στο check-in, κάνω σαχ, κάνω ρουά, ελέγχω, κάνω τσεκ ιν, κάνω check-in, το κοιτάζω, το βλέπω, επικοινωνώ με κπ, εμφανίζομαι, δηλώνω παρουσία, ερευνώ, ελέγχω, τικάρω, μαρκάρω, ελέγχω, ελέγχω, εξετάζω, ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ, τσεκάρω, κόβω, δανείζομαι, αφήνω το δωμάτιο, στέκω, βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, πάω στα θυμαράκια, εξετάζω, ελέγχω, επαληθεύω, ελέγχω την πρόοδο ή κατάσταση, έρευνα του παρελθόντος κάποιου, ακάλυπτη επιταγή, παράδοση αποσκευών και κάρτα επιβίβασης, παράδοση και έλεγχος αποσκευών, τραπεζική επιταγή, ανοιχτή επιταγή, λευκή επιταγή, λευκή επιταγή, μπλοκάρω κπ με το σώμα, μπλοκάρω με το σώμα, ακάλυπτη επιταγή, ακυρωμένη επιταγή, εξαργυρώνω επιταγή, τραπεζική επιταγή, τραπεζική επιταγή, συγκρίνω κτ με κτ, αντιπαραβάλλω κτ με κτ, κουτί, check-in, κοίτα, δες, νι, τσεκάρω, ιατρικός έλεγχος, βαλβίδα αντεπιστροφής, θυμάμαι ότι βρίσκομαι σε προνομιούχα θέση, χώρος υποδοχής, βιβλιάριο επιταγών, ταμείο, σελίδα πληρωμής, τσεκ άουτ, checkout, τσεκ άουτ, checkout, για αποχώρηση, γενικές εξετάσεις, -, έλεγχος διοικητικών εγγράφων, επανέλεγχος, αντιστάθμισμα, αντισταθμίζω, επανελέγχω, έλεγχος ποινικού μητρώου, διασταυρώνω, διασταύρωση, διπλοτσεκάρω, κόβω επιταγή, εργάζομαι, εργάζομαι για κπ, δουλεύω για κπ, ζητάω τον λογαριασμό, ελέγχω, περιορίζω, πιε ντε πουλ, έλεγχος ταυτότητας, υπό έλεγχο, ελέγχω, ελέγχω, συγκρατώ, ληγμένη επιταγή, μη εξαργυρωμένη επιταγή, περιοδικά τσεκ-απ, εισιτήριο για εκδήλωση που αναβλήθηκε, αναβάλλω, κουπόνι για μελλοντική αγορά προϊόντος που είχε έκπτωση αλλά ήταν σε έλλειψη, αξιολόγηση της πραγματικότητας, επιταγή που έχει επιστραφεί, απόδειξη πωλήσεων, έλεγχος αν κτ είναι λογικό, ελέγχω αν κτ είναι λογικό, ορθογραφικός έλεγχος, κάνω ορθογραφικό έλεγχο, κάνω ορθογραφικό έλεγχο σε κτ, αιφνιδιαστικός έλεγχος, έλεγχος αποθεμάτων, ταξιδιωτική επιταγή, ακυρωμένη επιταγή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης check

επιταγή

noun (order for bank to pay)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I'm going to pay the bill with a check. The winner will receive a cheque for 1 million euros.
Θα πληρώσω τον λογαριασμό με τσεκ. Ο νικητής θα λάβει τσεκ 1 εκατομμυρίου ευρώ.

λογαριασμός

noun (US (restaurant, hotel: amount owed)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The diners asked for the check.
Οι πελάτες του εστιατορίου ζήτησαν τον λογαριασμό.

έλεγχος

noun (inspection, test) (επιθεώρηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The technician is going to perform a check on the car.
Ο μηχανικός θα κάνει έναν έλεγχο στο αυτοκίνητο.

τσεκάρω

transitive verb (with object: verify [sth]) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Always check the date on any dairy products which you're about to buy.
Πάντα να τσεκάρεις την ημερομηνία λήξης στα γαλακτοκομικά προϊόντα που αγοράζεις.

επαληθεύω ότι/πως

transitive verb (with clause: verify) (αν θεωρώ ότι ισχύει)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please check that the balance of my account is at least four hundred dollars.
Παρακαλώ επαληθεύστε ότι το υπόλοιπο του λογαριασμού μου είναι τουλάχιστον τετρακόσια δολάρια.

ελέγχω

transitive verb (examine, inspect [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The airport staff checked my hand luggage.
Το προσωπικό του αεροδρομίου έλεγξε τη χειραποσκευή μου.

ελέγχω

transitive verb (test [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The mechanic is going to check the transmission.
Ο μηχανικός πρόκειται να ελέγξει το κιβώτιο ταχυτήτων.

επιλέγω, σημειώνω

transitive verb (US (mark [sth] with a tick)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Check the box that says "I accept".

ψάχνω

transitive verb (look inside [sth]) (κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"I can't find my keys." "Have you checked your pockets?"
«Δεν μπορώ να βρω τα κλειδιά μου.» «Έχεις ψάξει στις τσέπες σου;»

ελέγχω

transitive verb (check progress, state of [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
How often do you check your e-mail?
Πόσο συχνά τσεκάρεις τα e-mail σου;

καρό

adjective (pattern: checkered)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
He was wearing a blue check shirt and large horn-rimmed glasses.

απόδειξη

noun (US (ticket, token)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The partygoers received a check for their coats.

καρό

noun (pattern with squares)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The skirt was covered in checks.

σαχ

noun (chess move)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The chess player put his opponent in check.

μέσο ελέγχου

noun (person, thing that restrains) (με γενική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
The U.S. Congress acts as a check on the president.

νι

noun (check mark against list item, correct answer, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ελέγχω

intransitive verb (investigate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I don't know if I locked the door - would you check?

κάνω ντούκου, κάνω check

intransitive verb (poker)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Are you going to bet or check?

ελέγχω, περιορίζω

transitive verb (restrain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boxer needs to check his aggression.

σταματώ

transitive verb (halt, stop) (γρήγορα, απότομα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The defenders checked the onslaught by the attackers.

ελέγχω, περιορίζω

transitive verb (control) (μειώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Try to check the flow of water by turning the valve.

εμποδίζω, παρεμποδίζω

transitive verb (impede)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The rough terrain checked the progress of the hikers.

παραδίδω

transitive verb (deposit [sth] in safety)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Guests can check their coats at the door.
Οι επισκέπτες μπορούν να παραδώσουν τα παλτό τους στην είσοδο.

κάνω σαχ σε κτ

transitive verb (chess piece: put in check) (σκάκι: απειλώ τον βασιλιά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
My opponent moved his knight and I realised he had checked my king.

μαρκάρω

transitive verb (US, Can (hockey: block player)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Never check another hockey player from behind because it could cause a serious spinal injury.

παραδίδω τις αποσκευές στο check-in

transitive verb (baggage: hand in)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
We just had enough time to check our bags and run to the gate when we arrived at the airport.

κάνω σαχ, κάνω ρουά

transitive verb (chess opponent: put in check) (σκάκι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In two moves, Kasparov will check the challenger.

ελέγχω

phrasal verb, transitive, inseparable (inspect for presence of)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ann checked the document for errors before printing it out.
Η Άννα έλεγξε το έγγραφο για λάθη πριν το εκτυπώσει.

κάνω τσεκ ιν

phrasal verb, intransitive (register: at hotel, etc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
What time may we check in to our hotel room?
Τι ώρα μπορούμε μπούμε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου μας;

κάνω check-in

phrasal verb, transitive, separable (luggage: register)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
At the airport, I checked in my bags at the desk and was given my boarding pass.

το κοιτάζω, το βλέπω

phrasal verb, intransitive (figurative, informal (make contact, compare notes) (ένα θέμα, ένα έργο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Let's check in tomorrow morning and see how you're doing with this task.
Ας το κοιτάξουμε αύριο για να δούμε πώς τα πας με αυτήν την εργασία.

επικοινωνώ με κπ

(informal, figurative (make contact, compare notes)

εμφανίζομαι, δηλώνω παρουσία

phrasal verb, transitive, inseparable (sign or book into: hotel, etc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My flight arrived late so I had to check into a hotel near the airport.

ερευνώ, ελέγχω

phrasal verb, transitive, inseparable (US (investigate)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We are checking into discount flights to London.
Ερευνούμε πτήσεις με έκπτωση για Λονδίνο.

τικάρω, μαρκάρω

phrasal verb, transitive, separable (US (mark checklist item with a tick) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ελέγχω

phrasal verb, transitive, inseparable (verify state, progress of [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
When Janet left the children alone at home, she called frequently to check on them.

ελέγχω, εξετάζω

phrasal verb, transitive, separable (informal (try to verify)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The inspector checked out the suspect's alibi by questioning his friends.
Ο επιθεωρητής έλεγξε το άλλοθι του υπόπτου ανακρίνοντας τους φίλους του.

ρίχνω μια ματιά σε κπ/κτ

phrasal verb, transitive, separable (informal (investigate, examine) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When you're in New York, be sure to check out that camera store I told you about.
Όταν βρεθείς στη Νέα Υόρκη, μην ξεχάσεις να ρίξεις μια ματιά και στο κατάστημα φωτογραφικών ειδών που σου είπα.

τσεκάρω, κόβω

phrasal verb, transitive, separable (slang (look at) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Check out that guy in the top hat!
Τσέκαρε εκείνο τον τύπο με το ψηλό καπέλο!

δανείζομαι

phrasal verb, transitive, separable (book, etc.: borrow from library)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I checked out two books from the library last week and I've lost one of them.
Την περασμένη βδομάδα δανείστηκα δύο βιβλία από τη βιβλιοθήκη και έχασα το ένα από αυτά.

αφήνω το δωμάτιο

phrasal verb, intransitive (hotel: sign out)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
At this hotel, you must check out by 11:00 am or pay for another day.
Σε αυτό το ξενοδοχείο πρέπει να αναχωρήσετε στις 11:00 π.μ., διαφορετικά θα πληρώσετε για μια ακόμη μέρα.

στέκω

phrasal verb, intransitive (slang (be verified) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
His alibi checked out.
Το άλλοθί του επιβεβαιώθηκε.

βλέπω τα ραδίκια ανάποδα, πάω στα θυμαράκια

phrasal verb, intransitive (figurative, slang, euphemism (die) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
There were rumors that the crime boss had checked out some time ago.
Φήμες έλεγαν ότι ο άρχοντας του εγκλήματος βλέπει τα ραδίκια ανάποδα εδώ και λίγο καιρό.

εξετάζω, ελέγχω

phrasal verb, transitive, separable (examine, inspect)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I always check over the engine carefully before a long car journey.

επαληθεύω

phrasal verb, intransitive (verify [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ελέγχω την πρόοδο ή κατάσταση

phrasal verb, transitive, inseparable (observe progress)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
When it's very hot, remember to check up on your elderly neighbors every couple of hours.

έρευνα του παρελθόντος κάποιου

noun (investigation into [sb]'s past)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Background checks provide information about prospective employees.

ακάλυπτη επιταγή

noun (cheque: insufficient funds)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
We have had too many clients write bad checks, so now we only accept cash.

παράδοση αποσκευών και κάρτα επιβίβασης

noun (check-in, registration of luggage) (αεροδρόμιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I checked in my baggage at the baggage check.

παράδοση και έλεγχος αποσκευών

noun (security inspection of luggage) (αεροδρόμιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
They stopped me at the baggage check when the scanner picked up something strange.

τραπεζική επιταγή

noun (cashier's check)

ανοιχτή επιταγή

noun (cheque: no amount)

λευκή επιταγή

noun (figurative (offer: any amount)

My uncle is effectively giving us a blank cheque for any amount we might need.

λευκή επιταγή

noun (figurative (freedom to do what you wish) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπλοκάρω κπ με το σώμα

transitive verb (sports: blocking [sb]) (αθλητισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπλοκάρω με το σώμα

intransitive verb (sports: blocking) (αθλητισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακάλυπτη επιταγή

noun (cheque with insufficient funds)

ακυρωμένη επιταγή

noun (bank cheque made void)

εξαργυρώνω επιταγή

verbal expression (exchange a cheque for money)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραπεζική επιταγή

noun (US (cheque issued by a bank)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Since I had no credit card, and the store does not accept personal checks, I had my bank issue me a cashier's check to purchase my new computer.

τραπεζική επιταγή

noun (check guaranteed by a bank)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I need to make a payment by certified cheque.

συγκρίνω κτ με κτ, αντιπαραβάλλω κτ με κτ

verbal expression (compare, contrast two things)

Shannon checked her calendar against her boss's to see if there were any conflicts.

κουτί

noun (US (square for marking with a tick)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Only half of the check boxes on my "to do" list are checked.

check-in

noun (registration process)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Check-in for our flight closes at 15:30.
Το check-in για την πτήση μας κλείνει στις 15:30.

κοίτα, δες

interjection (US, slang (look)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Check it out, man! That car's just too cool.
Για κοίτα, φίλε! Αυτό το αυτοκίνητο είναι τέλειο!

νι

noun (US (tick: list item, correct answer, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
He wrote a check mark next to each completed task on his list.

τσεκάρω

(luggage: put into plane's hold) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you have to change flights, the airline can check your luggage through to the final destination.

ιατρικός έλεγχος

noun (routine medical examination)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My company insists I have a check-up once a year.
Η εταιρεία μου επιμένει να περνάω από ιατρικό έλεγχο μια φορά τον χρόνο.

βαλβίδα αντεπιστροφής

(one-way valve)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θυμάμαι ότι βρίσκομαι σε προνομιούχα θέση

interjection (reminder: social privilege)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
She told him he needed to check his privilege and develop a little more empathy for others.

χώρος υποδοχής

noun (at hotel, etc.: reception)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

βιβλιάριο επιταγών

noun (banking)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I need to pay bills, but I can't find my checkbook.

ταμείο

noun (store: payment counter) (σε μαγαζί)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I think I left my wallet at the checkout.
Νομίζω πως άφησα το πορτοφόλι μου στο ταμείο.

σελίδα πληρωμής

noun (uncountable (online: payment screen) (στο διαδίκτυο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Go to checkout and enter your credit card information.
Πήγαινε στη σελίδα πληρωμής και καταχώρησε τις πληροφορίες της πιστωτικής σου κάρτας.

τσεκ άουτ, checkout

noun (uncountable (hotel: vacating room) (σε ξενοδοχείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Be sure to examine your bill carefully on checkout.
Μην ξεχάσεις να εξετάσεις προσεκτικά το λογαριασμό σου κατά την αναχώρηση.

τσεκ άουτ, checkout

noun (uncountable (hotel: vacating time) (σε ξενοδοχείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Checkout is at 11am.
Το τσεκ άουτ είναι στις 11 πμ.

για αποχώρηση

noun as adjective (hotel: vacating room)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Check-out time on the departure day is until 12:00 am.

γενικές εξετάσεις

noun (routine medical exam) (ιατρικές)

I have a doctor's appointment tomorrow, but don't worry--it's just a regular checkup.

-

noun (US (confirmation of good health) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
He was worried by a chest pain but the cardiologist gave him a clean checkup.
Ανησυχούσε για έναν πόνο στο στήθος, αλλά ένας καρδιολόγος τον βρήκε υγιή.

έλεγχος διοικητικών εγγράφων

noun (review of administrative documents)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επανέλεγχος

noun (second check)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αντιστάθμισμα

noun (an opposing restraint)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντισταθμίζω

transitive verb (restrain or counteract)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανελέγχω

transitive verb (double-check)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έλεγχος ποινικού μητρώου

noun (investigation into [sb]'s past)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Before working at a school, you must go through a criminal background check.

διασταυρώνω

transitive verb (verify by comparing)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασταύρωση

noun (comparison done to verify)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διπλοτσεκάρω

transitive verb (cross-check, inspect again)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We should double-check our grocery list to make sure we have everything we need. Let's double-check those figures to make sure we got them right.
Να διπλοτσεκάρουμε τη λίστα με τα ψώνια για να βεβαιωθούμε ότι έχουμε ό,τι χρειαζόμαστε.

κόβω επιταγή

verbal expression (US (write a cheque)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Your invoice was approved so I'll draw a check for you by the end of the day.
Το τιμολόγιο εγκρίθηκε και έτσι θα σου κόψω σήμερα μια επιταγή.

εργάζομαι

verbal expression (be employed)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I've lived here ever since I first drew a pay check.
Ζω εδώ από τότε που εργάστηκα για πρώτη φορά.

εργάζομαι για κπ, δουλεύω για κπ

verbal expression (US (work for [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζητάω τον λογαριασμό

verbal expression (US (restaurant: request the bill)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If no one wants dessert, let's call the waitress and get the check.

ελέγχω, περιορίζω

verbal expression (control, restrain)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He had to hold his anger in check when his son wrecked the car.

πιε ντε πουλ

noun (textile pattern: checkered) (υφάσματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

έλεγχος ταυτότητας

noun (verification of who [sb] is)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sir, you're going to have to go through the identity checks like everyone else.

υπό έλεγχο

adverb (controlled, under restraint)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελέγχω

verbal expression (informal (monitor)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'm keeping a check on his work to ensure that he's doing it right.

ελέγχω, συγκρατώ

verbal expression (control)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The European Central Bank has kept inflation in check.

ληγμένη επιταγή

noun (bank cheque dated in the past)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μη εξαργυρωμένη επιταγή

noun (cheque yet to be cashed)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιοδικά τσεκ-απ

plural noun (regular medical exams) (καθομιλουμένη)

εισιτήριο για εκδήλωση που αναβλήθηκε

noun (US, informal, literal (ticket to rescheduled event)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The team cancelled the game and offered a rain check to the ticket holders.
Η ομάδα ακύρωσε τον αγώνα και πρόσφερε εισιτήρια για την εκδήλωση που αναβλήθηκε σε όσους είχαν ήδη εισιτήρια.

αναβάλλω

noun (US, informal, figurative (promise to postpone offer until later)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I'll have to take a rain check on dinner tonight: I have to study for an exam all night.
Θα πρέπει να αναβάλλω το αποψινό δείπνο μας. Πρέπει να διαβάσω όλη νύχτα για την εξέταση.

κουπόνι για μελλοντική αγορά προϊόντος που είχε έκπτωση αλλά ήταν σε έλλειψη

noun (US, informal, figurative (ticket entitling customer to sale price later)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The store was out of the advertised sausages, but they gave me a rain check.
Τα λουκάνικα της διαφήμισης είχαν τελειώσει αλλά μου έδωσαν κουπόνι για να τα αγοράσω με έκπτωση την επόμενη φορά.

αξιολόγηση της πραγματικότητας

noun (informal ([sth] that disabuses [sb] of unrealistic ideas) (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιταγή που έχει επιστραφεί

noun (bounced check)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απόδειξη πωλήσεων

noun (US (receipt)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έλεγχος αν κτ είναι λογικό

noun (review of practicality)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ελέγχω αν κτ είναι λογικό

transitive verb (review practicality)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ορθογραφικός έλεγχος

noun (feature: checks spelling)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Remember that the spell check can be wrong sometimes!

κάνω ορθογραφικό έλεγχο

intransitive verb (check for spelling errors)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Does this program automatically spellcheck?

κάνω ορθογραφικό έλεγχο σε κτ

transitive verb (document: check spelling)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't forget to spellcheck the file before you email it to me.

αιφνιδιαστικός έλεγχος

noun (impromptu inspection)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The ticket inspectors did a spot check to see who had bought tickets.

έλεγχος αποθεμάτων

noun (act of taking an inventory)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ταξιδιωτική επιταγή

noun (cheque: exchanged for currency)

Bob believed that traveler's checks were safer than carrying cash.

ακυρωμένη επιταγή

noun (cancelled cheque)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του check στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του check

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.