Τι σημαίνει το bags στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bags στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bags στο Αγγλικά.
Η λέξη bags στο Αγγλικά σημαίνει τσάντα, σακούλα, τσάντα, βαλίτσα, σακί, τσουβάλι, σακουλάκι, πακέτο, σακουλάκι, σακούλα, σάκος, κέρδος, βάση, μπάζο, γούστο, πολύς, σακούλες, σακουλιάζω, βάζω σε τσάντα, πιάνω, πηδάω, τσακώνω, γραπώνω, αερόσακος, άστεγη, πετσί και κόκαλο, ασκός, πουφ, σακουλάκι - παιχνίδι, γεμισμένο με ξερά φασόλια ή άλλο υλικό παρόμοιου σχήματος, πουφ, ταγάρι, σάκος διακομιδής πτωμάτων, τσάντα, σακί, σακούλα, τσάντα, clutch, κλατς, σακούλα μαγειρέματος, σακούλα μαγειρικής, νεσεσέρ, τσάντα αλλαγής, διπλωματικός σάκος, κάθαρμα, ρεμάλι, απόβρασμα, πακέτο, τσάντα, σακούλα, τσάντα, σακούλα, τσάντα με κορδόνι, πουγγί, κανάβινη τσάντα, μπανάνα, ντορβάς, τορβάς, τσάντα, σακούλα σκουπιδιών, σακούλα για ρούχα, σακίδιο εκτάκτου ανάγκης, σάκος για τα μπαστούνια του γκολφ, σακούλα με δώρα, σακούλα με δώρα, μεγάλη σακούλα, αχταρμάς, τσάντα, σάκος γυμναστηρίου, παγοκύστη, στην τσέπη, σακίδιο στρατιώτη, αθλητικό σακίδιο, σακίδιο, βγάζω τ'άπλυτα στην φόρα, τσάντα κολατσιού, νεσεσέρ, πλεχτή τσάντα, ποικιλία, σαβούρα, πατσαβούρα, ασχημομούρα, τσάντα, κορνέ, πλαστική σακούλα, σάκος του μποξ, σάκος του μποξ, κλέφτης πορτοφολιών, συσκευασία ενός λίτρου, σχολική τσάντα, shopping bag, σακούλα, τσάντα ώμου με λουρί, υπνόσακος, σλίπινγκ μπαγκ, νεσεσέρ, φακελάκι τσαγιού, φακελάκι τσαγιού, σακουλάκι τσαγιού, νεσεσέρ, τσάντα εργαλείων, τσάντα, σακούλα απορριμάτων, σακούλα για ηλεκτρική σκούπα, νεσεσέρ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bags
τσάνταnoun (carrier bag) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The cashier put the purchases in bags. Ο ταμίας έβαλε τα ψώνια σε τσάντες. |
σακούλαnoun (plastic sack) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ethan stuffed his belongings into bags and loaded them into the trunk of the car. Ο Ίθαν έχωσε τα πράγματά του σε σακούλες και τα φόρτωσε στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου. |
τσάνταnoun (mainly UK (handbag, shoulder bag: purse) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I think I have some change in my bag. Νομίζω πως έχω μερικά ψιλά στην τσάντα μου. |
βαλίτσαnoun (often plural (suitcase, luggage) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We have to wait for our bags to clear customs. Πρέπει να περιμένουμε να περάσουν από το τελωνείο οι βαλίτσες μας. |
σακί, τσουβάλιnoun (potatoes, etc.: sack) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Maria went to the store and bought a bag of potatoes. Η Μαρία πήγε για ψώνια και αγόρασε ένα σακί (or: τσουβάλι) πατάτες. |
σακουλάκιnoun (UK (potato chips: packet) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ian opened his bag of crisps. Ο Ίαν άνοιξε το σακουλάκι με τα πατατάκια. |
πακέτο, σακουλάκιnoun (UK (candy: packet) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A bag of sweets weighing 545g contains approximately 100 sweets. Ένα πακέτο (or: σακουλάκι) με καραμέλες που ζυγίζει 545 γρ. περιέχει περίπου 100 καραμέλες. |
σακούλαnoun (measure: bagful) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I ate two bags of crisps for lunch. |
σάκοςnoun (bodily sac) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) When the cow's bag is full she must be milked. |
κέρδοςnoun (amount taken) (γενικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Their bag for the weekend included rabbits and squirrels. |
βάσηnoun (baseball: base) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The runner was safe because the first baseman took his foot off the bag. |
μπάζοnoun (pejorative, offensive, slang (unattractive woman) (αργκό, μειωτικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) You must be joking if you think I'm going on a date with that bag. |
γούστοnoun (UK, slang (interest) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Thanks for asking me to the game, but football is not really my bag. |
πολύςplural noun (informal, figurative, mainly UK (large amount: of [sth]) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) There's no need to rush - we've got bags of time. |
σακούλεςplural noun (figurative (circles under tired eyes) (μεταφορικά: στα μάτια) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Every morning when I wake up, I have bags under my eyes. |
σακουλιάζωintransitive verb (hang loosely) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) This shirt bags around the waist. |
βάζω σε τσάνταtransitive verb (purchases: put into a bag) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A store employee will bag your groceries for you. |
πιάνωtransitive verb (kill, catch) (για κυνήγι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We bagged a pheasant on our hunting trip. |
πηδάωtransitive verb (US, offensive, slang (have sex with) (μεταφορικά, χυδαίο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Neil's friends were bored of listening to him go on about which girls he'd like to bag. |
τσακώνω, γραπώνωtransitive verb (informal, figurative (obtain) (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) We managed to bag a good deal for a package holiday to Malta. |
αερόσακοςnoun (self-inflating safety device) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) In the event of a crash, an airbag can save you from a serious head or chest injury. |
άστεγηnoun (informal, potentially offensive (homeless woman: carries belongings) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πετσί και κόκαλοnoun (figurative (person, animal: skinny) (μεταφορικά) |
ασκόςnoun (container for liquids) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πουφnoun (soft seat) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Mia sits on a beanbag to play video games. |
σακουλάκι - παιχνίδι, γεμισμένο με ξερά φασόλια ή άλλο υλικό παρόμοιου σχήματοςnoun (toy) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) The street performer was juggling with five beanbags. |
πουφnoun (large soft bead-filled sack to sit on) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ταγάριnoun (pouch on string) (είδος τσάντας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σάκος διακομιδής πτωμάτωνnoun (bag for a dead body) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Soldiers have started coming home in body bags. |
τσάνταnoun (satchel) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My homework was in my book bag, but now I can't find it. |
σακίnoun (industrial: sack) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σακούλα, τσάνταnoun (shopping bag) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I forgot to take a carrier with me to the supermarket and had to pay for one. |
clutch, κλατςnoun (women's small bag) (γυναικείο τσαντάκι) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) I bought a sequined clutch purse to go with my dress. |
σακούλα μαγειρέματος, σακούλα μαγειρικήςnoun (plastic ovenproof bag for roasting) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) The cooking bag kept in moisture and the turkey was perfect! |
νεσεσέρnoun (purse for make-up) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τσάντα αλλαγήςnoun (tote for nappies) (τα απαραίτητα του μωρού) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Now mothers can buy fashionable diaper bags that look like purses. |
διπλωματικός σάκοςnoun (not subject to inspection) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The embassy sent the documents to the United States in a diplomatic pouch. |
κάθαρμα, ρεμάλι, απόβρασμαnoun (US, vulgar, slang (despicable person) (άτομο: ανέντιμος, κακός) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) My ex-boyfriend is a real dirtbag! Ο πρώην μου είναι μεγάλο κάθαρμα! |
πακέτοnoun (restaurant: leftover food to take) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το κρέας που δεν φάγαμε θα το πάρουμε πακέτο. |
τσάντα, σακούλαnoun (US (meal leftovers) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We took the leftovers home in a doggy bag to enjoy the next day. Πήραμε σε μια σακούλα ό,τι περίσσεψε, για να το φάμε την επόμενη μέρα στο σπίτι. |
τσάντα, σακούλαnoun (party favours) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) At the end of Lucy's party all the children received a doggy bag of sweets and small toys. Στο τέλος του πάρτυ της Λούσυ όλα τα παιδιά πήραν από μια τσάντα με γλυκά και παιχνιδάκια. |
τσάντα με κορδόνιnoun (bag with a string closure) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πουγγίnoun (drawstring tote bag) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Duffel bags are sailors' suitcases. |
κανάβινη τσάνταnoun (bag made of coarse cotton) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jim carries his things to the gym in a duffel bag. |
μπανάναnoun (pouch worn round the waist) (μτφ: τσαντάκι μέσης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ντορβάς, τορβάςnoun (US (nosebag for feeding horses) (τάισμα αλόγου) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The rider prepared the horse's feedbag. |
τσάνταnoun (US (cyclist's bag with food and water) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The cyclist ate a bite of the granola bar and put it back in his feedbag. |
σακούλα σκουπιδιώνnoun (bin liner, refuse sack) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) I tied up the garbage bag and took it outside. |
σακούλα για ρούχαnoun (soft case for carrying clothing) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σακίδιο εκτάκτου ανάγκηςnoun (pack of emergency items) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
σάκος για τα μπαστούνια του γκολφnoun (bag for carrying golf clubs) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) He hoped that using his father's golf bag would bring him luck in his game. |
σακούλα με δώραnoun (US (lucky dip) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σακούλα με δώραnoun (US (bag from which an item is drawn) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Each child who reads at least ten pages may take a toy from the grab bag. Τα παιδιά που θα διαβάσουν τουλάχιστον δέκα σελίδες θα μπορέσουν να πάρουν ένα παιχνίδι από τη σακούλα με τα δώρα. |
μεγάλη σακούλαnoun (snack food: large packet to share) Crisps only seem to come in huge grab bags these days; you can't buy a small packet anymore. |
αχταρμάςnoun (figurative (collection: miscellaneous things) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τσάνταnoun (travel bag, holdall) (ταξιδιού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Katie keeps her gym kit in a black grip. |
σάκος γυμναστηρίουnoun (informal (bag used for sports clothing) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
παγοκύστηnoun (ice-filled compress for pain relief) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) For an hour after the fight, he sat with an ice bag over his right eye. |
στην τσέπηadjective (informal, figurative (assured) (μεταφορικά) |
σακίδιο στρατιώτηnoun (soldier's rucksack) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) With his kit bag over his shoulder he set off to catch the train. |
αθλητικό σακίδιοnoun (bag for sports clothing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I keep all my tennis gear in this kit bag. |
σακίδιοnoun (soldier's backpack) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βγάζω τ'άπλυτα στην φόραverbal expression (figurative, informal (reveal the secret) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Thanks for letting the cat out of the bag about me being pregnant. |
τσάντα κολατσιούnoun (sack or case for a packed lunch) (τσάντα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νεσεσέρnoun (pouch for cosmetics) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
πλεχτή τσάνταnoun (bag made of netting) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) A mesh bag is a convenient alternative to wasteful plastic or paper bags. |
ποικιλίαnoun (figurative, informal ([sth] varied, variable) (έχω) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The album is a mixed bag – some of the songs are really good, but others are a bit forgettable. |
σαβούρα, πατσαβούρα, ασχημομούραnoun (slang, pejorative (ugly or unappealing woman) (αργκό, προσβλητικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Shut up, you old bag! |
τσάνταnoun (bag used for short trips) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I don't have much luggage, just an overnight bag. |
κορνέnoun (US (cookery: bag for piping food) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Doris filled the pastry bag with icing. |
πλαστική σακούλαnoun (carrier bag, sack made of plastic) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The stores in this city charge for plastic bags. Τα καταστήματα σ' αυτή την πόλη χρεώνουν για πλαστικές σακούλες. |
σάκος του μποξnoun (stuffed bag for boxing practice) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Rod was practising his boxing moves with a punch bag. |
σάκος του μποξnoun (figurative ([sb] subjected to abuse) (μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) I quit my job because I felt the boss was using me as a punching bag. |
κλέφτης πορτοφολιώνnoun (handbag thief) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
συσκευασία ενός λίτρουnoun (US (bag: holds a US quarter-gallon) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) I'll need a quart-size bag to store the frozen fruit. |
σχολική τσάνταnoun (bag carried by school pupil) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
shopping bagnoun (tote used for shopping) (μόδα, τσάντα) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σακούλαnoun (plastic carrier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τσάντα ώμου με λουρίnoun (bag with long strap) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) He carries a leather shoulder bag for overnight trips. |
υπνόσακος, σλίπινγκ μπαγκnoun (padded sack for sleeping in) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We both fit into one large sleeping bag. Χωράμε και οι δύο σε έναν μεγάλο υπνόσακο. |
νεσεσέρnoun (UK (toiletry bag) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
φακελάκι τσαγιούnoun (sachet of tea leaves) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tea bags are easier to use than loose tea. The kitchen counter was littered with old tea bags and dirty cups. Τα φακελάκια τσαγιού είναι πιο εύκολα στη χρήση από το χύμα. Ο πάγκος της κουζίνας ήταν γεμάτος από παλιά φακελάκια τσαγιού και βρώμικες κούπες. |
φακελάκι τσαγιού, σακουλάκι τσαγιούnoun (sachet of tea leaves) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
νεσεσέρnoun (wash bag for toiletries) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
τσάντα εργαλείωνnoun (bag for handheld instruments) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The plumber carried his tool bag to work. |
τσάνταnoun (carryall) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) She threw her stuff in a tote bag and went on her way. |
σακούλα απορριμάτωνnoun (US (rubbish sack, bin liner) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The gardeners filled ten trash bags with fallen leaves. |
σακούλα για ηλεκτρική σκούπαnoun (sack for vacuumed dust) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
νεσεσέρnoun (bag for toiletries) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bags στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του bags
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.