Τι σημαίνει το balançar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης balançar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του balançar στο πορτογαλικά.

Η λέξη balançar στο πορτογαλικά σημαίνει κουνάω, σείομαι, δονούμαι, τραντάζομαι, κουνάω, ανεβοκατεβαίνω, ταλαντεύομαι, κρέμομαι, αιωρούμαι, ταλαντεύομαι, τινάζομαι, πετιέμαι, σκαμπανεβάζω, κρεμάω, κουνάω, κουνώ, τραντάζω, ταρακουνάω, λικνίζομαι, λικνίζω, ταλαντεύομαι, αναπηδώ, κουνάω, κουνώ, κάνω κτ να ανεβοκατεβαίνει, κάνω κτ να κινείται πάνω-κάτω, παραπαίω, κουνάω, κουνώ, λικνίζω, τίναγμα, αναπηδώ, γνέφω με κτ, σηκώνω απότομα, ταλαντεύομαι, ταρακουνάω, ταρακουνώ, ταλαντεύομαι, τρέμω, κουνώ το κεφάλι μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης balançar

κουνάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O vento estava balançando as árvores.

σείομαι, δονούμαι, τραντάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O prédio foi sacudido pelo terremoto.
Το κτίριο ταρακουνήθηκε με το σεισμό.

κουνάω

(dado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sacuda os dados e jogue.

ανεβοκατεβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταλαντεύομαι

(oscilar no vento)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Havia um vento forte e as árvores balançavam.
Είχε δυνατό άνεμο και τα δέντρα λικνίζονταν.

κρέμομαι, αιωρούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Havia um fio de eletricidade balançando da parede.
Υπήρχε ένα ηλεκτρικό καλώδιο που κρεμόταν από τον τοίχο.

ταλαντεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O enfeite balançava com a brisa.
Το διακοσμητικό κινούνταν πέρα δώθε με το αεράκι.

τινάζομαι, πετιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O cavalo se sacudiu para fora do caminho quando uma cobra arrastou-se para fora dos arbustos.
Το άλογο τραβήχτηκε απότομα στην άκρη όταν ένα φίδι βγήκε από τους θάμνους.

σκαμπανεβάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κρεμάω

verbo transitivo (και αφήνω να κουνιέται)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As crianças estavam balançando seus pés sobre a doca.
Τα παιδιά κρέμασαν τα πόδια τους απ' την αποβάθρα.

κουνάω, κουνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Glenn balançou seu nariz e fez a criancinha rir.
Ο Γκλεν κούνησε τη μύτη του για να κάνει το παιδάκι να γελάσει.

τραντάζω, ταρακουνάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O movimento do remador balançou o barco.
Οι κινήσεις των κωπηλατών ταρακούνησαν (or: τράνταξαν) τη βάρκα.

λικνίζομαι

verbo transitivo (mover para frente e para trás)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A cadeira começou a balançar.
Η καρέκλα άρχισε να λικνίζεται.

λικνίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A mulher cantou para seu bebê uma canção de ninar enquanto o ninava nos braços.
Η μητέρα τραγουδούσε ένα νανούρισμα στο μωρό, καθώς το λίκνιζε στην αγκαλιά της.

ταλαντεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναπηδώ

(barco) (πάνω στο νερό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κουνάω, κουνώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Balance a corda para os lados.

κάνω κτ να ανεβοκατεβαίνει, κάνω κτ να κινείται πάνω-κάτω

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραπαίω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κουνάω, κουνώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O homem estava gritando e balançando seu dedo.
Ο άντρας φώναζε και κουνούσε το δάχτυλό του.

λικνίζω

verbo transitivo (fazer balançar)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As ondas balançavam o barco para frente e para trás.

τίναγμα

(από ηλεκτρικό ρεύμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cem watts de eletricidade sacudiram Eric quando ele tocou no fio.

αναπηδώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γνέφω με κτ

Ele acenou a cabeça dele em afirmação.
Κούνησε καταφατικά το κεφάλι του.

σηκώνω απότομα

(cabeça)

O cavalo sacudiu a cabeça, impaciente para seguir em frente.

ταλαντεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ταρακουνάω, ταρακουνώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeremy sacudiu o copo de café e derramou café quente na mão dele.
Ο Τζέρεμι ταρακούνησε την κούπα του και έχυσε καυτό καφέ πάνω στο χέρι του.

ταλαντεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τρέμω

(terra: se mexer)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κουνώ το κεφάλι μου

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του balançar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.