Τι σημαίνει το bashing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bashing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bashing στο Αγγλικά.

Η λέξη bashing στο Αγγλικά σημαίνει ξυλοδαρμός, συντριπτική ήττα, χτυπάω, χτυπώ, θάβω, πέφτω πάνω σε κπ/κτ, χτύπημα, πάρτυ, πάρτι, κάνω βαθούλωμα, δέχομαι επίθεση, κατατροπώνομαι, δέχομαι αρνητική κριτική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bashing

ξυλοδαρμός

noun (act of beating)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The bully was punished for his bashing of the smaller boys.

συντριπτική ήττα

noun (figurative (decisive defeat)

The team's bashing in the tournament was a great embarrassment.

χτυπάω, χτυπώ

transitive verb (literal, informal (hit hard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The toddler accidentally bashed her babysitter with a toy.
Το μωρό κατά λάθος χτύπησε τη νταντά της με ένα παιχνίδι.

θάβω

transitive verb (informal, figurative (criticize severely) (μτφ, καθομ: κατακρίνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hector bashed the presentation for nearly an hour afterwards.
Ο Έκτορ έθαβε την παρουσίαση για σχεδόν μια ώρα μετά.

πέφτω πάνω σε κπ/κτ

(informal (collide with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Walter neglected to watch where he was going and bashed into a wall.
Ο Γουόλτερ ξέχασε να δει που πήγαινε και έπεσε πάνω σε έναν τοίχο.

χτύπημα

noun (literal, informal (hard hit)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The player had to go off after a bash to the head.
Ο παίχτης έπρεπε να βγει εκτός μετά από χτύπημα στο κεφάλι.

πάρτυ, πάρτι

noun (slang (party)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
I hear there will be a big bash to celebrate Grandma's 80th birthday.
Ακούω πως θα γίνει ένα μεγάλο πάρτυ για να γιορτάσουμε τα 80ά γενέθλια της Γιαγιάς.

κάνω βαθούλωμα

transitive verb (informal (dent) (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Another driver bashed my car in the parking lot.

δέχομαι επίθεση

verbal expression (informal (be beaten physically)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατατροπώνομαι

verbal expression (figurative, informal (be defeated)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The team took a bashing in today's match, losing 6-0.

δέχομαι αρνητική κριτική

verbal expression (figurative, informal (be attacked verbally, in writing)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The movie took a bashing from the critics.
Οι κριτικοί έθαψαν την ταινία.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bashing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.