Τι σημαίνει το based στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης based στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του based στο Αγγλικά.
Η λέξη based στο Αγγλικά σημαίνει έχω ως βάση, έχω ως έδρα, έχω ως βάση, έχω ως έδρα, στηριζόμενος, βασισμένος, εκτυλίσσομαι, βασισμένος, που βασίζεται σε κτ, βάση, θεμέλιο, βάση, βάση, βάση, βάση, πρόποδες, βασίζω, στηρίζω, θεμελιώνω, βασίζω, ποταπός, ευτελής, βάση, βάση, ως βάση, η βάση μου είναι, έχω τη βάση μου, έχω ως βάση, αντιπροσωπευτικός, αναλυτικός, εκτενής, επιτόπιος, επιτόπιος, με βάση το φύλο, ηλεκτρονικός, χρώμα με βάση το μόλυβδο, χρώμα με μόλυβδο, κυτταρολογία υγρής φάσης, με βάση το λάδι, φυτικής προέλευσης, βάσει αποτελέσματος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης based
έχω ως βάση, έχω ως έδραverbal expression (having work base) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The consultant was based in Miami but worked all over the country. Ο σύμβουλος είχε ως βάση (or: έδρα) το Μαϊάμι, αλλά εργαζόταν σε ολόκληρη τη χώρα. |
έχω ως βάση, έχω ως έδραverbal expression (having work base) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fernando is based at the firm's São Paulo office. Ο Φερνάντο έχει ως βάση το γραφείο της εταιρείας στο Σάο Πάολο. |
στηριζόμενος, βασισμένοςverbal expression (be founded on [sth]) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) His political ideas are based on his conservative beliefs.Ideally, your decision should be based upon sound reasoning. |
εκτυλίσσομαιverbal expression (film: take place) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The movie is based in Seattle, but sometimes episodes take place in Portland. Η ταινία εκτυλίσσεται στο Σιάτλ, αλλά μερικές φορές τα επεισόδια διεξάγονται στο Πόρτλαντ. |
βασισμένοςverbal expression (be adapted from [sth]) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Many movies are based on true stories. The play is based on the novel of the same name. |
που βασίζεται σε κτexpression (founded on) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Some countries have laws based upon state religions. |
βάσηnoun (bottom support) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The floor lamp has a large round base. Το φωτιστικό δαπέδου έχει μια μεγάλη στρογγυλή βάση. |
θεμέλιοnoun (building foundation) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The base of the house is solid concrete. Τα θεμέλια αυτού του σπιτιού είναι από συμπαγές σκυρόδεμα. |
βάσηnoun (basis) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Bible provides the base for most Christian beliefs. Η Βίβλος αποτελεί τη βάση των περισσότερων Χριστιανικών πιστεύω. |
βάσηnoun (main ingredient) (κύριο συστατικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The sauce has a tomato base. Η σάλτσα έχει βάση την τομάτα. |
βάσηnoun (military: facility) (στρατιωτική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The United States Navy has a base in San Diego. Οι ΗΠΑ έχουν μια βάση στο Σαν Ντιέγκο. |
βάσηnoun (starting point) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) We used the tree as the base, and measured everything from there. Χρησιμοποιήσαμε ως βάση το δέντρο και μετρήσαμε τα πάντα από εκεί. |
πρόποδεςnoun (foot: of mountain or tree) (για βουνό) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) They run a small chalet resort at the base of the mountain. Νοικιάζουν ένα μικρό σαλέ στους πρόποδες του βουνού. |
βασίζω, στηρίζω, θεμελιώνω(often passive (use as evidence) (κάτι πάνω/σε κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She based her conclusion on close examination of the evidence. Βάσισε το συμπέρασμά της στην προσεκτική εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων. |
βασίζω(adapt from) (κάτι σε κάτι άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They will base the film on a short story written by Mark Twain. Η ταινία θα βασιστεί σε μια σύντομη ιστορία του Μαρκ Τουέιν. |
ποταπός, ευτελήςadjective (dishonourable, low) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) His base comments offended the women. |
βάσηnoun (baseball: home, first, etc.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The runner passed second base and headed to third. |
βάσηnoun (chemical compound) (χημεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This liquid is a base, and not acidic. Αυτό το υγρό είναι βάση, όχι οξύ. |
ως βάσηnoun as adjective (forming the base) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) First you need to put on a base coat of paint. |
η βάση μου είναι, έχω τη βάση μου, έχω ως βάσηtransitive verb (usually passive (station) (εγώ ο ίδιος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tom's company based him in New York, but he travels all over the US. |
αντιπροσωπευτικός, αναλυτικός, εκτενήςadjective (comprehensive, representative) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επιτόπιοςadjective (carried out in nature) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) From our field-based observations, we conclude that native species of grasses are in decline. |
επιτόπιοςadjective (figurative (carried out on site) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
με βάση το φύλοadjective (determined by masculine, feminine) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ηλεκτρονικόςadjective (using computers) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χρώμα με βάση το μόλυβδο, χρώμα με μόλυβδοnoun (wet pigment containing lead) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Old houses often have dangerous lead-based paint on the walls. |
κυτταρολογία υγρής φάσηςnoun (method of pap-cell collection) (γυναικολογία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
με βάση το λάδιadjective (paint, perfume) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φυτικής προέλευσηςadjective (food: containing only plants) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
βάσει αποτελέσματοςadjective (targeted towards outcomes) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του based στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του based
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.