Τι σημαίνει το batir στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης batir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του batir στο ισπανικά.

Η λέξη batir στο ισπανικά σημαίνει χτυπάω, χτυπώ, φτιάχνω, ανακατεύω, χτυπάω, κουνάω, κουνώ, χτυπάω, χτυπώ, ανακατεύω, αναμειγνύω, κερδίζω, νικώ, χτυπάω, κουνάω, κουνώ, χτυπάω, χτυπάω, σπάω, ανακινώ, πλήττω, πατάσσω, ανακατεύω, περνάω, κουνάω, κουνώ, χειροκροτάω, χειροκροτώ, χειροκροτώ, εφιστώ την προσοχή σε κτ, σπάω το ρεκόρ, χτυπάω παλαμάκια με το ρυθμό, καταρρίπτω ένα ρεκόρ, το σφυρίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης batir

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Elizabeth batió crema para ir con el postre.
Η Ελισάβετ χτύπησε λίγη σαντιγί για να συνοδεύσει το επιδόρπιο.

φτιάχνω

verbo transitivo (βούτυρο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Las amas de casa solían pasar mucho tiempo batiendo la mantequilla.
Οι νοικοκυρές παλιά ξόδευαν πολύ χρόνο για να φτιάξουν βούτυρο.

ανακατεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tuve que batir las claras de huevo durante un buen rato para conseguir un merengue.
Μου πήρε αρκετή ώρα να χτυπήσω τα ασπράδια σε μαρέγκα.

κουνάω, κουνώ

verbo transitivo (alas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El murciélago batió sus alas.
Η νυχτερίδα κουνούσε τα φτερά της.

χτυπάω, χτυπώ

nombre masculino

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Adam batió la mezcla del pastel.
Ο Άνταμ χτύπησε το μείγμα του κέικ.

ανακατεύω, αναμειγνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bate la mantequilla con el azúcar y luego añade los huevos.
Ανακατέψτε (or: αναμείξτε) το βούτυρο με τη ζάχαρη και προσθέστε τα αυγά.

κερδίζω, νικώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El equipo local batió al visitante por 4 goles contra 1.

χτυπάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Antes de hacer los huevos revueltos, tienes que batirlos.
Προτού φτιάξεις ομελέτα, πρέπει να χτυπήσεις τα αυγά.

κουνάω, κουνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El pájaro batió las alas intentando volar.
Το πουλί κούνησε τα φτερά του σε μια προσπάθεια να πετάξει μακριά.

χτυπάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un colibrí puede batir sus alas muchas veces por segundo.
Τα κολιμπρί χτυπούν τα φτερά τους πολλές φορές το δευτερόλεπτο.

χτυπάω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El águila no batía sus alas mientras planeaba.

σπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nuestro equipo batió la marca de cantidad de partidos ganados.

ανακινώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La química agitó la solución y anotó sus observaciones.

πλήττω, πατάσσω

(αρχαϊκός τύπος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Zeus golpeó al soldado con un rayo.

ανακατεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La receta dice que hay que remover por dos minutos.

περνάω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los corredores de picadas sobrepasaron el límite de velocidad.

κουνάω, κουνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rose agitó un paño de cocina tratando de que se fuera el humo de la cocina.

χειροκροτάω, χειροκροτώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El público aplaudió fuerte cuando la banda salió al escenario.
Το κοινό χειροκρότησε δυνατά όταν ανέβηκε στη σκηνή η μπάντα.

χειροκροτώ

(ως επιδοκιμασία)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Los chicos estaban haciendo mucho ruido y la maestra tuvo que aplaudir fuerte para llamar su atención.

εφιστώ την προσοχή σε κτ

(figurado) (θέμα, πρόβλημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El activista ambiental va por mundo batiendo el parche de la reforma energética.

σπάω το ρεκόρ

χτυπάω παλαμάκια με το ρυθμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los chicos llevaron el ritmo de la música con las palmas.

καταρρίπτω ένα ρεκόρ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hoy rompimos un récord, es el primer mes de marzo en que no nieva.

το σφυρίζω

locución verbal (AR) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Decime la posta, ¿qué pasó el otro día?

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του batir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.