Τι σημαίνει το marca στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης marca στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του marca στο ισπανικά.

Η λέξη marca στο ισπανικά σημαίνει μάρκα, σημάδι, σημάδι, σταυρός, στόχος, σημείο σήμανσης, ρεκόρ, μάρκα, εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία, εμπορικό όνομα, μάρκα, γραμμή του μαυρίσματος, μοτίβο, βαθούλωμα, γραντζουνιά, αποτύπωμα, λακκούβα, βαθούλωμα, μάρκα, φίρμα, κριτήριο, διάταξη, σφραγίδα, τρύπημα, χαρακιά, εγκοπή, αποτύπωμα, αποτύπωμα, βαθούλωμα, κουκκίδα, τελίτσα, χαρακιά, ίχνος, λάβετε θέσεις, χρόνος, σήμα κατατεθέν, σημάδι, σημάδι, μαρκάρω, πυροσφραγίζω, σημειώνω, χαρακτηρίζω, επισημαίνω, σηματοδοτώ, σημαδεύω, αφήνω το σημάδι μου σε κπ/κτ, σχηματίζω, γρατζουνάω, γρατζουνίζω, περιγράφω, σκιαγραφώ, χτυπάω, χτυπώ, εφαρμόζω ειδική σήμανση, μουτζουρώνω, κερδίζω, βάζω σελιδοδείκτη, χαράσσω, χαράζω, δημιουργώ εσοχή, ορίζω, καθορίζω, δίνω, δείχνω, βάζω, μαρκάρω, σημαδεύω, τραβάω, χαράσσω, χαράζω, χαράζω, σημειώνω, καθορίζω βάση αναφοράς, καθορίζω σημείο αναφοράς, σχηματίζω, χαρακτηρίζω, εκθέτω, παρουσιάζω, τικάρω, μαρκάρω, επιλέγω, σκοράρω, επισημαίνω, βάζω ετικέτα, κολλώ ετικέτα, χαράσσω, επισημαίνω, παίρνω φόρμα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σχηματίζω τον αριθμό, βάζω, πετυχαίνω, κάνω μιζανπλί, κάνω μιζαμπλί, δείχνω, σχεδιάζω κτ (σε κτ), χαράσσω κτ (σε κτ), κάνω γραφική παράσταση, σημαδεύω, σημειώνω, λεκιάζω, λερώνω, σήμα κατατεθέν, αυτός που δίνει τον ρυθμό, προκαλώ βαθούλωμα, προκαλώ βούλιαγμα, χαρακτηριστικός, εμπορικό σήμα, ίχνος, σημάδι, εκ γενετής σημάδι, αλλαγή επωνυμίας, σημείο εισαγωγής, ηγετική μορφή σε έναν κλάδο που καθορίζει τις τάσεις που θα ακολουθηθούν. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης marca

μάρκα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Qué marca de zapatos compras?
Τι μάρκα παπούτσια αγοράζεις;

σημάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La silla que cayó dejó una marca en la pared.
Η καρέκλα πέφτοντας άφησε σημάδι στον τοίχο.

σημάδι

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La mesa antigua tiene una marca oscura en el lado izquierdo.
Το τραπέζι αντίκα έχει ένα σκούρο σημάδι στην αριστερή του πλευρά.

σταυρός

nombre femenino (obsoleto) (παλαιό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Debe usted firmar o poner su marca al final del texto.
Χρειάζομαι μια υπογραφή ή ένα σταυρό στο κάτω μέρος της σελίδας.

στόχος

nombre femenino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Una milla en cuatro minutos es la marca que todos los corredores de distancia media quieren romper.
Όλοι οι αθλητές μεσαίων αποστάσεων θέλουν να πετύχουν τον στόχο του ενός μιλίου σε τέσσερα λεπτά.

σημείο σήμανσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Hay cuatro marcas a lo largo del sendero.
Υπάρχουν τέσσερα σημεία σήμανσης κατά μήκος του μονοπατιού.

ρεκόρ

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La marca que hay que batir es tres metros con dos.
Πρέπει να σπάσει το ρεκόρ των 3,2 μέτρων.

μάρκα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία

εμπορικό όνομα

¿Alguien tiene una mejor idea para una nueva marca?
Έχει κανείς καμιά καλύτερη ιδέα για νέο εμπορικό όνομα;

μάρκα

nombre femenino (μόδα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Cuál es la marca de esa camisa? / Éste es un vestido de marca.

γραμμή του μαυρίσματος

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μοτίβο

nombre femenino (επαναλαμβανόμενο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cada cebra tiene marcas únicas, como una huella dactilar.

βαθούλωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Necesito arreglar la marca que tiene mi carro.

γραντζουνιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Había una marca negra en el azulejo blanco del suelo.

αποτύπωμα

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El sofá dejó una marca en la moqueta.
Ο καναπές άφησε ένα αποτύπωμα στο χαλί.

λακκούβα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βαθούλωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La cara de Ben está llena de marcas del acné que tuvo cuando era adolescente.
Το πρόσωπο του Μπεν είναι γεμάτο ανάγλυφα σημάδια από την ακμή που είχε ως έφηβος.

μάρκα, φίρμα

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
¿Qué marca de coche conduces? ¿Toyota?
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τι μάρκα είναι το αυτοκίνητό σου; Είναι Τογιότα;

κριτήριο

(PR)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La marca de un buen atleta es la disciplina.
Αυτό που ξεχωρίζει τον καλό αθλητή είναι η πειθαρχία.

διάταξη

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Por las marcas de las balas en la pared, se podía calcular desde dónde había disparado el pistolero.

σφραγίδα

(señal estampada con un sello)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La marca roja que el sello imprimía tenía muchos detalles y adornos.

τρύπημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Robert pudo ver la marca que el alfiler había dejado en los dedos de Marta.

χαρακιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La cicatriz larga y delgada le acabó dejando a Harry una marca en la mejilla.

εγκοπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Había una muesca a lo largo de la tabla de cortar para impedir que los jugos se derramasen.
Υπήρχε μια εγκοπή στη μια μεριά του ξύλου κοπής για να μην τρέχουν τα ζουμιά.

αποτύπωμα

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La ley deja su huella en la sociedad durante generaciones.

αποτύπωμα

(αυτό που έχει αποτυπωθεί)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jerry usó el tampón para dejar una impresión en el papel

βαθούλωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κουκκίδα, τελίτσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χαρακιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Los científicos descubrieron muescas grabadas en las paredes de cuevas antiguas.
Οι επιστήμονες ανακάλυψαν χαρακιές πάνω σε τοίχους αρχαίων σπηλαίων.

ίχνος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Había rastros de barro en la alfombra donde Simón había camino sin sacarse las botas.
Υπήρχαν ίχνη λάσπης στο χαλί, εκεί που ο Σάιμον περπάτησε χωρίς να βγάλει πρώτα τις μπότες του.

λάβετε θέσεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A sus puestos; listos; ¡ya!
Λάβετε θέσεις, έτοιμοι, φύγαμε!

χρόνος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ese tiempo bate su marca anterior por tres segundos.

σήμα κατατεθέν

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
El pelo rojo de Patricia es su distintivo.

σημάδι

(που υποδηλώνει μονοπάτι)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El sendero de los Apalaches está marcado con señales blancas.

σημάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un caballo negro con una mancha blanca en la frente galopaba por el campo.

μαρκάρω, πυροσφραγίζω

(ζώα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El granjero marcó a la vaca con un hierro caliente.
Ο αγρότης μάρκαρε (or: πυροσφράγισε) την αγελάδα με πυρωμένο σίδερο.

σημειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marca el texto que hay que estudiar.
Σημειώστε το κείμενο που θα πρέπει να μελετήσετε.

χαρακτηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Durante la guerra, cada noche estaba marcada por la violencia.
Κάθε βραδιά του πολέμου σημαδεύτηκε από βία.

επισημαίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La tienda marcó los productos rebajados con etiquetas rojas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το κατάστημα επισήμανε τα προϊόντα της προσφοράς με κόκκινες ετικέτες.

σηματοδοτώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σημαδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El gato arañó la pata de la mesa con sus garras.
Η γάτα σημάδεψε το πόδι του τραπεζιού με τα νύχια της.

αφήνω το σημάδι μου σε κπ/κτ

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχηματίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George marcó el número de Fred y escuchó como daba tono.
Ο Τζορτζ πληκτρολόγησε τον αριθμό του Φρεντ και το άκουσε να χτυπάει.

γρατζουνάω, γρατζουνίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, ¡ten cuidado de no marcar tus zapatos nuevos!

περιγράφω, σκιαγραφώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los animales marcan su territorio con señales visuales y aromáticas.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo (στην ταμειακή μηχανή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aunque claramente valía $9.95, el empleado se confundió y marcó $19.95.
Παρόλο που η τιμή ήταν ξεκάθαρα 9.95 δολάρια ο ταμίας χτύπησε κατά λάθος 19.95.

εφαρμόζω ειδική σήμανση

verbo transitivo (revisión textos)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Por favor, marcar el documento para indicar si es negrita, cursiva o subrayado.
Παρακαλώ εφαρμόστε ειδική σήμανση στο έγγραφό σας για να υποδείξετε έντονα, πλάγια ή υπογραμμισμένα.

μουτζουρώνω

(en una superficie)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los niños habían marcado las paredes con crayón.
Τα παιδιά μουτζούρωσαν όλους τους τοίχους με τις κηρομπογιές τους.

κερδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por cada canasta encestada marcas dos puntos para tu equipo.
Με κάθε καλάθι κερδίζεις δύο πόντους για την ομάδα σου.

βάζω σελιδοδείκτη

verbo transitivo (σε κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Marcaré la página y lo leeré más tarde.

χαράσσω, χαράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si primero marcas el papel va a ser más fácil doblarlo.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Εξοργισμένος που πάρκαραν στη θέση του ο Πολ χάραξε με τα κλειδιά του την πλαϊνή πόρτα του αυτοκινήτου.

δημιουργώ εσοχή

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Él marcó la tapa utilizando punzón y un martillo.
Δημιούργησε μια εσοχή στο καπάκι χρησιμοποιώντας σφυρί και καλέμι.

ορίζω, καθορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos a marcar el precio de la camisa en veinte dólares.
Ας ορίσουμε (or: καθορίσουμε) την τιμή του πουκάμισου στα είκοσι δολάρια.

δίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El campeón marcó el ritmo de la vuelta ciclista.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El termómetro marca 22 grados.
Το θερμόμετρο δείχνει 22 βαθμούς.

βάζω

verbo transitivo (deportes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El equipo visitante marcó un gol en la primera mitad.
Η φιλοξενούμενη ομάδα σκόραρε στο πρώτο μισό του αγώνα.

μαρκάρω, σημαδεύω

(κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marca con una cinta los tallos de las flores que deseas comprar.

τραβάω

verbo transitivo (καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A muchos estadounidenses se les dificulta marcar las erres.

χαράσσω, χαράζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es más fácil doblar el papel si se marca primero.

χαράζω

verbo transitivo (con un corte, muesca)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El prisionero marcó otro día en la pared de su celda.

σημειώνω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El joven caballo de carrera marcó su quinta victoria hoy.

καθορίζω βάση αναφοράς, καθορίζω σημείο αναφοράς

verbo transitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σχηματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El director del banco marcó los números en la caja fuerte.

χαρακτηρίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta camisa está marcada como talla L.
Η ετικέτα αυτού του πουκαμίσου γράφει «Large».

εκθέτω, παρουσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esa camisa ajustada exhibe sus músculos de una manera muy atractiva.

τικάρω, μαρκάρω

(marcar con una tilde) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιλέγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark seleccionó el texto que quería copiar.
Ο Μαρκ επέλεξε το κείμενο που ήθελε να αντιγράψει.

σκοράρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El delantero del equipo anotó en el último minuto.
Ο επιθετικός της ομάδας σκόραρε στο τελευταίο λεπτό.

επισημαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los errores fueron señalados en el margen.
Τα λάθη σημειώθηκαν στο περιθώριο.

βάζω ετικέτα, κολλώ ετικέτα

(κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El operario del supermercado tiene que etiquetar las latas de sopa.
Ο εργαζόμενος του καταστήματος πρέπει να βάλει (or: κολλήσει) ετικέτες στις κονσέρβες με τη σούπα.

χαράσσω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El capitán trazó el rumbo del barco en el mapa.
Ο καπετάνιος χάραξε τη ρότα του πλοίου στον χάρτη.

επισημαίνω

(σε γράφημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bonnie trazó los puntos en el gráfico.
Η Μπόνι επισήμανε τα σημεία στη γραφική παράσταση.

παίρνω φόρμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tu peinado se arreglará bien si usas este fijador.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

σχηματίζω τον αριθμό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Wendy descolgó el teléfono y empezó a llamar.

βάζω, πετυχαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jugador hizo un gol en el segundo tiempo.
Ο παίκτης έβαλε (or: πέτυχε) γκολ στο δεύτερο ημίχρονο.

κάνω μιζανπλί, κάνω μιζαμπλί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El estilista arregló el pelo de la mujer maravillosamente.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El termómetro indicaba doce grados.

σχεδιάζω κτ (σε κτ), χαράσσω κτ (σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Traza la línea en el gráfico.
Σχεδίασε την ευθεία στο γράφημα.

κάνω γραφική παράσταση

(πολλά σημεία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dibuja la solución en el gráfico.
Σημείωσε τη λύση στο γράφημα.

σημαδεύω, σημειώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λεκιάζω, λερώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El artista golpeó accidentalmente el lienzo húmedo y manchó el cuadro.

σήμα κατατεθέν

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
La risa peculiar de Eugene era su característica distintiva.
Το ιδιαίτερο γέλιο του Γιουτζίν ήταν το σήμα κατατεθέν του.

αυτός που δίνει τον ρυθμό

(αθλητικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Los corredores del maratón siguieron de cerca al líder.

προκαλώ βαθούλωμα, προκαλώ βούλιαγμα

(σε κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La colisión abolló el coche.
Η σύγκρουση προκάλεσε ένα βαθούλωμα στο αυτοκίνητο.

χαρακτηριστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El distintivo de Ned es lanzar cuchillos mientras está vendado.

εμπορικό σήμα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Las grandes empresas son muy protectoras con sus marcas registradas.
Οι μεγάλες εταιρείες προστατεύουν πολύ το εμπορικό τους σήμα.

ίχνος, σημάδι

(πλημμύρα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La inundación había dejado una marca del nivel del agua en la pared.
Εξαιτίας της πλημμύρας, σχηματίστηκε λεκές στον τοίχο από το νερό.

εκ γενετής σημάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αλλαγή επωνυμίας

(producto)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El cambio de imagen de Playboy como una marca de ropa fue sorprendente.

σημείο εισαγωγής

(διόρθωση: σύμβολο ^)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ηγετική μορφή σε έναν κλάδο που καθορίζει τις τάσεις που θα ακολουθηθούν

(literal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του marca στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του marca

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.