Τι σημαίνει το battled στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης battled στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του battled στο Αγγλικά.
Η λέξη battled στο Αγγλικά σημαίνει μάχη, διαμάχη, διένεξη, μάχη, πάλη, πολεμικός, πολεμάω, πολεμώ, πολεμάω, πολεμώ, πολεμάω, πολεμώ, πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά, πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά, θωρηκτό, πολεμικό πλοίο, πολεμική ιαχή, πολεμική κραυγή, σύνθημα, μετατραυματικό σύνδρομο στρες, σημαία, πρώτη γραμμή της μάχης, εξοπλισμός μάχης, πολεμικό τραγούδι, αγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, προκριματικός αγώνας, καυγάς, τσακωμός, καυγάς, τσακωμός, τραυματισμός σε μάχη, σκληροτράχηλος, που έχει σημάδια από τις μάχες, βασανισμένος, πολεμικό τσεκούρι, σκύλα, στρίγγλα, δίνω μάχη, παλεύω με κτ, κτ είναι χαμένος κόπος, κτ είναι άδικος κόπος, χαμένη προσπάθεια, διάταξη μάχης, έντονος καυγάς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης battled
μάχηnoun (military combat) (στρατιωτική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The army lost an important battle, but won the war. Ο στρατός έχασε μια σημαντική μάχη, αλλά κέρδισε τον πόλεμο. |
διαμάχη, διένεξηnoun (figurative (dispute) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The neighbours were in an ongoing battle over boundaries. Οι γείτονες βρίσκονταν σε συνεχή διένεξη για τα σύνορα. |
μάχη, πάληnoun (figurative (struggle) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dealing with my bipolar disorder is an ongoing battle. Η αντιμετώπιση της διπολικής διαταραχής είναι ένας διαρκής αγώνας για μένα. |
πολεμικόςnoun as adjective (used in battle) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He put on his battle armour when he heard the combat outside. Έβαλε την πολεμική του πανοπλία όταν άκουσε τη μάχη έξω. |
πολεμάω, πολεμώtransitive verb (fight: person, group) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They battled the enemy for two weeks. Πολεμούσαν τον εχθρό για δύο εβδομάδες. |
πολεμάω, πολεμώtransitive verb (figurative (struggle against [sth]) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He's battling cancer. Αγωνίζεται κατά του καρκίνου. |
πολεμάω, πολεμώintransitive verb (engage in combat) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) They battled there for two weeks and destroyed much of the city. Πολέμησαν εκεί για δύο εβδομάδες εκεί και κατέστρεψαν μεγάλο μέρος της πόλης. |
πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά(figurative (strenuously oppose) (μεταφορικά: με γενική) He battled in vain against the factory closures. |
πολεμώ κατά, μάχομαι κατά, αγωνίζομαι κατά(figurative (strenuously oppose) (μεταφορικά: με γενική) Ed Miliband battled against his brother David for leadership of the Labour party. |
θωρηκτό, πολεμικό πλοίοnoun (warship) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Japan sent the battle cruiser Naniwa to Honolulu. |
πολεμική ιαχή, πολεμική κραυγήnoun (soldiers' rallying call) The general rallied his men to the battle cry, "Remember the Alamo!" |
σύνθημαnoun (figurative (rallying slogan) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The senator is raising the battle cry for state tax reform. |
μετατραυματικό σύνδρομο στρεςnoun (stress reaction to warfare) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) They used to call it battle fatigue, now they call it Post-Traumatic Stress Disorder (PTSD). |
σημαίαnoun (leads soldiers into battle) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρώτη γραμμή της μάχηςnoun (war: front line of fighting) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It was over a year before he was well enough to return to the battle front. |
εξοπλισμός μάχηςnoun (armor) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολεμικό τραγούδιnoun (song glorifying a military group) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αγωνίζομαι, συναγωνίζομαιverbal expression (informal (compete) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Todd and Tina usually don't compete, but this time they battled it out. |
προκριματικός αγώναςnoun (UK (wrestling: elimination match) (πάλη) |
καυγάς, τσακωμόςnoun (dispute, fight) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καυγάς, τσακωμόςnoun (fight: many participants) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τραυματισμός σε μάχηnoun (injury sustained in warfare) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The battle wound he sustained led to his death. |
σκληροτράχηλοςadjective (having war experience) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που έχει σημάδια από τις μάχεςadjective (with old wounds from combat) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βασανισμένοςadjective (figurative (traumatized) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
πολεμικό τσεκούριnoun (hacking weapon) |
σκύλα, στρίγγλαnoun (figurative, pejorative, slang (nagging woman) (καθομιλουμένη: υβριστικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δίνω μάχηverbal expression (fight, struggle) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We are going to do battle with the board of education on the teacher hiring freeze. |
παλεύω με κτverbal expression (struggle or fight against) He did battle with lung cancer for years before succumbing. |
κτ είναι χαμένος κόπος, κτ είναι άδικος κόποςverbal expression (figurative (have little chance of success) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The union is fighting a losing battle; management is going to outsource their jobs. Ο αγώνας του συνδικάτου είναι άδικος κόπος. Η διοίκηση θα αναθέσει τη δουλειά τους σε εξωτερικούς συνεργάτες. |
χαμένη προσπάθειαnoun (figurative (attempt doomed to failure) |
διάταξη μάχηςnoun (military plan of action) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έντονος καυγάςnoun (figurative (intense fight, struggle) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Jeff and Margaret's divorce turned into an ugly pitched battle. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του battled στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του battled
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.