Τι σημαίνει το battery στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης battery στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του battery στο Αγγλικά.
Η λέξη battery στο Αγγλικά σημαίνει μπαταρία, μπαταρία, βιαιοπραγία, πλήθος, πλήθος, μπαταρία, πυροβολαρχία, ο ρίπτης και ο λήπτης, κλωβοστοιχία, πυροβολαρχία, μπαταρία, χειροδικία, επίθεση, καλώδιο μπαταρίας, φορτιστής, εκτροφή σε κλωβοστοιχίες, ωοτόκα όρνιθα σε κλουβί, συστοιχία, ισχύς μπαταρίας, πόλοι της μπαταρίας, μετρητής μπαταρίας, που λειτουργεί με μπαταρίες, που λειτουργεί με μπαταρίες, στρογγυλή μπαταρία, άδεια μπαταρία, μπαταρία νικελίου-καδμίου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης battery
μπαταρίαnoun (electrical power cell) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The portable radio requires four AA batteries. Το φορητό ραδιόφωνο χρειάζεται τέσσερις μπαταρίες τύπου ΑΑ. |
μπαταρίαnoun (for car's lights, etc.) (αυτοκινήτου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The battery died because Wilma left the headlights on all night. Η μπαταρία εξαντλήθηκε γιατί η Βίλμα άφησε τους προβολείς ανοιχτούς όλη τη νύχτα. |
βιαιοπραγίαnoun (uncountable (law: inflicting physical harm) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The suspect was charged with battery and resisting arrest. |
πλήθοςnoun (figurative (large number: of [sth]) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The patient underwent a battery of medical tests. Ο ασθενής υπεβλήθη σε πλήθος ιατρικών εξετάσεων. |
πλήθοςnoun (figurative (group: of persons) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The patient was examined by a battery of specialists, but none could diagnose her condition. |
μπαταρίαnoun (device supplying power to computer) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The battery weighs more than the body of the laptop. |
πυροβολαρχίαnoun (artillery group) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ο ρίπτης και ο λήπτηςnoun (baseball: pitcher and catcher) (μπέιζμπολ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κλωβοστοιχίαnoun (UK (group of cages for poultry) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The building contains a battery of cages in which the hens lay their eggs. |
πυροβολαρχίαnoun (unit of troops) |
μπαταρίαnoun (written, abbreviation (battery) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χειροδικία, επίθεσηnoun (crime: direct physical assault) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλώδιο μπαταρίαςnoun (connects cars' batteries) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φορτιστήςnoun (device: powers batteries) (μπαταρίας) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The battery charger takes two hours to re-charge four AA batteries. |
εκτροφή σε κλωβοστοιχίεςnoun (rearing chickens, etc., in cages) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ωοτόκα όρνιθα σε κλουβίnoun (egg-laying chicken kept in cage) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
συστοιχίαnoun (set of batteries) (μπαταρία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) My husband has to carry extra battery packs for his camera, but I just buy AA batteries anywhere for mine. |
ισχύς μπαταρίαςnoun (power remaining in a battery) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) My phone wasn't getting good reception, so I checked the battery strength, it was low. |
πόλοι της μπαταρίαςplural noun (electrical contacts on a battery) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) In order to start the car, he had to connect the jumper cables to the battery terminals. |
μετρητής μπαταρίαςnoun (device: checks power) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
που λειτουργεί με μπαταρίεςadjective (powered by batteries) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που λειτουργεί με μπαταρίεςadjective (energized by battery) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στρογγυλή μπαταρίαnoun (small round flat cell battery) None of the stores in town sold the button batteries she needed for her camera. |
άδεια μπαταρίαnoun (power cell that has run down) (καθομιλουμένη) I couldn't call you last night because my mobile phone had a flat battery and I didn't have my charger on me. |
μπαταρία νικελίου-καδμίουnoun (type of rechargeable battery) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του battery στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του battery
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.