Τι σημαίνει το billion στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης billion στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του billion στο Αγγλικά.

Η λέξη billion στο Αγγλικά σημαίνει δισεκατομμύριο, ένα δισεκατομμύριο, εκατομμύρια, ένα δισεκατομμύριο, ένα δισεκατομμύριο, δισεκατομμύρια, δισεκατομμυρία, της τάξης των δισεκατομμυρίων, τρισεκατομμύριο, δισεκατομμυρίων, δισεκατομμύριο, άπειρα, δισεκατομμύρια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης billion

δισεκατομμύριο

noun (invariable (cardinal number: thousand million)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bet you can't count to two billion!
Στοίχημα ότι δεν μπορείς να μετρήσεις μέχρι το δύο δισεκατομμύρια!

ένα δισεκατομμύριο

adjective (invariable (one thousand million in number, 10^9)

One celebrity donated one billion dollars to charity last year.
Ένας διάσημος δώρησε ένα δισεκατομμύριο δολάρια για φιλανθρωπίες πέρυσι. Υπάρχουν επτά δισεκατομμύρια άνθρωποι στον κόσμο.

εκατομμύρια

adjective (figurative, informal (many) (μεταφορικά, καθομ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I can think of a billion things I'd do if I didn't have to work.

ένα δισεκατομμύριο

pronoun (invariable (people, things: thousand million, 10^9)

The world's population is predicted to go up by a billion over the next decade.

ένα δισεκατομμύριο

noun (invariable (thousand million pounds or dollars, 10^9)

The profits last year topped one billion. The government has pledged two billion to finance a new sports stadium.
Τα περσινά κέρδη ξεπέρασαν το ένα δισεκατομμύριο. Η κυβέρνηση έχει υποσχεθεί δύο δισεκατομμύρια λίρες για τη χρηματοδότηση ενός νέου γηπέδου.

δισεκατομμύρια

plural noun (thousands of millions)

I don't know exactly how many stars there are, but there must be billions.

δισεκατομμυρία

adjective (thousands of millions in number)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
There are billions of cells in the human body.

της τάξης των δισεκατομμυρίων

plural noun (numbers: thousands of millions)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The number of stars in our galaxy is in the billions.
Ο αριθμός των αστεριών στον γαλαξία μας είναι της τάξης των δισεκατομμυρίων.

τρισεκατομμύριο

adjective (UK, dated (million million in number)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
There are thought to be a billion bacteria in the human intestine.

δισεκατομμυρίων

adjective (figurative, informal (many) (μεταφορικά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δισεκατομμύριο

noun (UK, dated (million million)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Max thinks he can easily make a billion and retire early.

άπειρα

noun (figurative, informal (any very large number) (μόνο πληθυντικός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Have you seen the stars tonight? There must be a billion!

δισεκατομμύρια

plural noun (sum: thousands of millions)

Frank has made billions from his invention.
Ο Φρανκ έβγαλε δισεκατομμύρια από την εφεύρεσή του.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του billion στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.