Τι σημαίνει το bin στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bin στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bin στο Αγγλικά.

Η λέξη bin στο Αγγλικά σημαίνει καλάθι, σκουπιδοτενεκές, πετάω, πετώ, γυαλούμπες, αποθηκεύω, απορρίπτω, σκουπιδοσακούλα, ψωμιέρα, δοχείο κομποστοποίησης, σακούλα σκουπιδιών, σκουπιδοτενεκές, απορριμματοφόρο, κόβω τις βλακείες, κόψε τις βλακείες, δοχεία αποθήκευσης συγκομιδής, σκουπιδοτενεκές, τρελάδικο, κάδος ανακύκλωσης, κάλαθος αχρήστων, καλάθι προσφορών, καλάθι αχρήστων με καταστροφέα εγγράφων, πάγκος για αθλητές που παραβίασαν κανόνες του παιχνιδιού, ειδική σχολική μονάδα για ανυπάκουους μαθητές, σκουπιδοτενεκές, οδοκαθαριστής, καλάθι αχρήστων, κάλαθος αχρήστων, σκουπιδοντενεκές, κάδος απορριμάτων με ρόδες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bin

καλάθι

noun (container, basket)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A sign on the bin said, "three for $1."
Μια ταμπέλα στο καλάθι έλεγε, «τρία για $1».

σκουπιδοτενεκές

noun (UK (garbage can)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Please toss your leftovers in the bin.
Σε παρακαλώ πέταξε τα αποφάγια σου στον σκουπιδοτενεκέ.

πετάω, πετώ

transitive verb (UK, informal (throw away, discard) (στα σκουπίδια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Do you think this milk is still good? No, you'd better bin it.
Πιστεύεις ότι αυτό το γάλα είναι ακόμη καλό; Όχι, καλύτερα να το πετάξεις.

γυαλούμπες

plural noun (UK, slang (eyeglasses) (καθομ: κοροϊδευτικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
As a child, I had to wear thick bins; these days, I wear contact lenses.

αποθηκεύω

transitive verb (UK, usually passive (store [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We bin the potatoes and onions.

απορρίπτω

transitive verb (figurative, informal, UK (idea, etc.: discard)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκουπιδοσακούλα

noun (UK (refuse sack)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We put all the rubbish in a bin liner.
Βάζουμε όλα τα σκουπίδια σε μια σκουπιδοσακούλα.

ψωμιέρα

noun (storage container for bread)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bread boxes are not really used anymore. I haven't seen one in years.

δοχείο κομποστοποίησης

noun (receptacle for garden waste)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
We have built a compost bin at the bottom of our garden.

σακούλα σκουπιδιών

noun (bin liner, refuse sack)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I tied up the garbage bag and took it outside.

σκουπιδοτενεκές

noun (receptacle for waste)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Don't leave your trash on the floor. Throw it in the garbage can! A garbage can is large, often put on the street for garbage collection.
Μην αφήνεις τα σκουπίδια στο πάτωμα. Πέταξέ τα στο καλάθι των αχρήστων!

απορριμματοφόρο

noun (refuse collection vehicle)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
They put their trash out by the street so that the garbage truck can take it to the landfill.

κόβω τις βλακείες

verbal expression (UK, figurative, informal (expressing contempt)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κόψε τις βλακείες

interjection (UK, figurative, informal (expressing contempt)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δοχεία αποθήκευσης συγκομιδής

noun (container for harvested crops)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Soon the harvest bin was overflowing with fruit.

σκουπιδοτενεκές

noun (UK (trash can)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A lot of people have complained about the lack of litter bins in the area.

τρελάδικο

noun (informal, offensive (psychiatric hospital) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάδος ανακύκλωσης

noun (receptacle for reusable materials)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Take the old newspapers to the recycling bin. We put newspapers, cardboard and plastic into our recycling bin.
Πάρε και πέταξε τις παλιές εφημερίδες στον κάδο ανακύκλωσης.

κάλαθος αχρήστων

noun (UK (trash can)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The rubbish bin's nearly overflowing!

καλάθι προσφορών

noun (basket of discounted items)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλάθι αχρήστων με καταστροφέα εγγράφων

noun (waste container with shredder)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Judy put the old contracts in the shredding bin.

πάγκος για αθλητές που παραβίασαν κανόνες του παιχνιδιού

noun (UK, figurative, slang (sport: penalty box) (χόκεϊ, ράγκμπι)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ειδική σχολική μονάδα για ανυπάκουους μαθητές

noun (UK, figurative, slang (place one is banished to as punishment) (εκπαιδευτικό σύστημα Ηνωμένου Βασιλείου)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σκουπιδοτενεκές

noun (receptacle for refuse)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Take those stinky shoes outside and throw them in the trash can!
Βγάλε αυτά τα βρωμερά παπούτσια έξω και πέταξέ τα στον σκουπιδοτενεκέ!

οδοκαθαριστής

noun (person employed to collect refuse)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλάθι αχρήστων

noun (rubbish bin)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The office cleaners are responsible for emptying the wastebins.

κάλαθος αχρήστων, σκουπιδοντενεκές

noun (UK (indoor receptacle for rubbish)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κάδος απορριμάτων με ρόδες

noun (UK, informal (refuse bin on wheels)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
James put the rubbish in the wheelie bin.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bin στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του bin

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.