Τι σημαίνει το billed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης billed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του billed στο Αγγλικά.
Η λέξη billed στο Αγγλικά σημαίνει τιμολογημένος, χαρτονόμισμα, λογαριασμός, λογαριασμός, χρεώνω, χρεώνω, χρεώνω, λίστα, καταγραφή, πόστερ, νομοσχέδιο, πρόγραμμα, ράμφος, δόρυ με καμπυλωτή λεπίδα, γείσο, διαφημίζω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, με ράμφος πάπιας, ορνιθόρυγχος πλατύπους, γελογλάρονο, πλατύπους, που έχει χοντρό ράμφος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης billed
τιμολογημένοςadjective (work: invoiced) (επιχείρηση) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) All billed work will be paid at the end of the month. |
χαρτονόμισμαnoun (US (paper money, banknote) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I have three twenty-dollar bills. Έχω τρία χαρτονομίσματα των είκοσι δολαρίων. |
λογαριασμόςnoun (invoice) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I received the electricity bill in the mail yesterday. Χθες, έλαβα, ταχυδρομικώς, τον λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος. |
λογαριασμόςnoun (UK (restaurant, hotel: amount owed) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Waiter, could you please bring me the bill? Σερβιτόρε, θα μπορούσες σε παρακαλώ να μου φέρεις τον λογαριασμό; |
χρεώνωtransitive verb (charge) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) They will bill you later. |
χρεώνωtransitive verb (charge) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I can't believe the hospital billed me ten thousand dollars. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι το νοσοκομείο με χρέωσε δέκα χιλιάδες δολάρια. |
χρεώνω(charge) (κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The lawyer billed him three hundred dollars for the service. Ο δικηγόρος τον χρέωσε τριακόσια δολάρια για την υπηρεσία που του παρείχε. |
λίστα, καταγραφήnoun (list) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The bill of charges and expenses itemized all project spending. |
πόστερnoun (poster) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The circus posted bills announcing its arrival in the town. |
νομοσχέδιοnoun (proposed legislation) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The Bill was approved by Congress and is going before the President. Το νομοσχέδιο εγκρίθηκε από τη Γερουσία και θα παρουσιαστεί στον Πρόεδρο. |
πρόγραμμαnoun (mainly US (cinema schedule) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The bill states that there are two showings of the film today. |
ράμφοςnoun (beak of a waterbird) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The duck caught a fish in its bill. |
δόρυ με καμπυλωτή λεπίδαnoun (medieval weapon) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Two angry-looking guards holding bills stood next to the gate. |
γείσοnoun (US (visor of a cap) (καπέλου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Bob wore a baseball cap with a frayed bill. |
διαφημίζωtransitive verb (advertise) (ως κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The band was billed as the next Beatles. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>noun (bird) |
με ράμφος πάπιαςadjective (animal: with a bill like a duck's) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Paleontologists have found the skeleton of a duck-billed dinosaur. |
ορνιθόρυγχος πλατύπουςnoun (Australian aquatic mammal) (ημιυδρόβιο θηλαστικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) When the duck-billed platypus was first described in Europe, everyone thought it was a hoax. Όταν ο ορνιθόρυγχος πλατύπους περιγράφηκε για πρώτη φορά στην Ευρώπη, όλοι νόμιζαν ότι επρόκειτο για φάρσα. |
γελογλάρονοnoun (sea bird) (πτηνό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πλατύπουςnoun (Australian aquatic mammal) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The platypus is an endangered animal. |
που έχει χοντρό ράμφοςadjective (having a thick beak) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του billed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του billed
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.