Τι σημαίνει το blanket στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης blanket στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του blanket στο Αγγλικά.

Η λέξη blanket στο Αγγλικά σημαίνει κουβέρτα, γενικός, καθολικός, σεντόνι, καλύπτω, σκεπάζω, καλύπτω, σκεπάζω, ολική απαγόρευση, πολλαπλή αποστολή, γενική αμνηστία, ηλεκτρική κουβέρτα, κουβέρτα, κουβέρτα παιδιού που παρέχει ασφάλεια,ανακούφιση ή παρηγοριά, οικείο αντικείμενο που παρέχει ασφάλεια, ανακούφιση ή παρηγοριά, ξενέρωτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης blanket

κουβέρτα

noun (woollen cover)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Linda has several hand-woven blankets in her living room.

γενικός, καθολικός

noun as adjective (figurative (complete)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The residents of the city expressed blanket disapproval of genetically modified products.
Οι κάτοικοι της πόλης εξέφρασαν τη γενική αποδοκιμασία τους για τα γενετικά τροποποιημένα προϊόντα.

σεντόνι

noun (figurative (cloud, snow, fog: covering layer) (μεταφορικά, λόγιος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A fresh blanket of snow lay on top of the grass. Fog lay over the city in a thick blanket.
Μια φρέσκια στρώση χιονιού απλωνόταν πάνω στο γρασίδι.

καλύπτω, σκεπάζω

transitive verb (figurative (cover thoroughly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A layer of frost blanketed the plants.
Ένα στρώμα πάγου κάλυψε (or: σκέπασε) τα φυτά.

καλύπτω, σκεπάζω

transitive verb (figurative (sound, etc.: suppress) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The snow blanketed the sound of our footsteps.

ολική απαγόρευση

noun (complete or universal prohibition)

πολλαπλή αποστολή

noun (electronic message) (email)

γενική αμνηστία

noun (mass amnesty or forgiveness)

A blanket pardon was given to all of the prisoners who were wrongly convicted.

ηλεκτρική κουβέρτα

noun (electrically-heated bedcover)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
An electric blanket can warm you up on winter nights.

κουβέρτα

noun (covering for a horse worn under saddle)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The cowboy threw a saddle blanket on his horse, then a saddle.

κουβέρτα παιδιού που παρέχει ασφάλεια,ανακούφιση ή παρηγοριά

noun (child's comforter) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The baby wouldn't sleep without her security blanket.

οικείο αντικείμενο που παρέχει ασφάλεια, ανακούφιση ή παρηγοριά

noun (figurative ([sth] comforting or reassuring) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Insecure men often carry guns as a security blanket. She had her speech written on cue cards as a security blanket.

ξενέρωτος

noun (figurative, informal (person: spoilsport) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Auntie Edna's always a wet blanket at family parties.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του blanket στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.