Τι σημαίνει το blast στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης blast στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του blast στο Αγγλικά.

Η λέξη blast στο Αγγλικά σημαίνει έκρηξη, ριπή, ήχος, τα σπάει, ρίχνω, ανατινάζω, εκτοξεύομαι, Να πάρει!, ωστικό κύμα, αυστηρή κριτική, δριμεία κριτική, πυρικουλάρια, μαραίνομαι, ξεραίνομαι, παίζω στη διαπασών, βάζω στη διαπασών, κατακεραυνώνω, μαραίνω, αμάν!, όφου!, αχού, ωχού!, απομακρύνω βίαια, πυροβολώ κατ'επανάληψη, εκτοξεύομαι, στη διαπασών, δυνατά, έντονα, με απόλυτη ισχύ, γίνεται χαμός, γίνεται πανικός, αναδρομή στο παρελθόν, υψικάμινος, ρεύμα αέρα, ακούγομαι πολύ δυνατά, της υψικαμίνου, εκτόξευση, δυναμικό ξεκίνημα, στη διαπασών, στο έπακρο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης blast

έκρηξη

noun (explosion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The miners ran for cover at the sound of the blast.
Οι εργάτες του ορυχείου έτρεξαν να κρυφτούν όταν άκουσαν τον ήχο της έκρηξης.

ριπή

noun (sudden gust)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alex opened the door and was met with a blast of cold air.
Ο Άλεξ άνοιξε την πόρτα και του ήρθε μια ριπή παγωμένου αέρα.

ήχος

noun (sudden loud sound)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Everyone jumped in surprise at the trumpet blast.
Όλοι αναπήδησαν από την έκπληξη όταν άκουσαν τον ήχο της τρομπέτας.

τα σπάει

noun (figurative, slang (good time) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I'm glad I went to the party, it was a blast!
Χαίρομαι που πήγα στο πάρτι, ήταν γαμάτο!

ρίχνω

transitive verb (shoot [sth], [sb]) (σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James blasted the target four times in a row. The victim was blasted by a masked gunman.
Ο Τζέιμς πυροβόλησε τον στόχο τέσσερις συνεχόμενες φορές.

ανατινάζω

transitive verb (blow [sth] up)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The demolition crew is planning to blast that building.
Η ομάδα κατεδάφισης σχεδιάζει να ανατινάξει εκείνο το κτίριο.

εκτοξεύομαι

intransitive verb (missile: be fired, shot)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A stream of bullets blasted from his gun.

Να πάρει!

interjection (slang (annoyance) (καθομιλουμένη)

Blast! I just went and spilled my coffee all over the floor!
Να πάρει! Μόλις έχυσα τον καφέ μου στο πάτωμα!

ωστικό κύμα

noun (shock wave)

People could feel the blast a mile away from the explosion site.

αυστηρή κριτική, δριμεία κριτική

noun (figurative (severe criticism)

Ron was nearly in tears over the tutor's blast of his thesis.

πυρικουλάρια

noun (disease of plant or animal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαραίνομαι, ξεραίνομαι

intransitive verb (wither)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίζω στη διαπασών, βάζω στη διαπασών

transitive verb (make loud noise) (μουσική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The group of teenagers blasted rock music on the stereo.

κατακεραυνώνω

transitive verb (figurative (criticize harshly) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The professor blasted the poorly-written essay.

μαραίνω

transitive verb (wither)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The disease blasted a large number of trees in the region.

αμάν!, όφου!, αχού, ωχού!

interjection (UK, informal (expressing annoyance) (ενόχληση)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

απομακρύνω βίαια

phrasal verb, transitive, separable (remove forcefully)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
They will blast away the rocks with dynamite.

πυροβολώ κατ'επανάληψη

phrasal verb, intransitive (US, informal (shoot repeatedly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκτοξεύομαι

phrasal verb, intransitive (spacecraft: launch)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The space rocket is preparing to blast off.

στη διαπασών

adverb (figurative (loudly) (ήχος, μουσική)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
If you must play your music at full blast, please use headphones.

δυνατά, έντονα, με απόλυτη ισχύ

adverb (forcefully)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I accidentally turned the hose on at full blast and washed away all my seedlings.

γίνεται χαμός, γίνεται πανικός

verbal expression (slang, figurative (be great fun) (μτφ, αργκό)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
I can't wait for this weekend, it will be a total blast!
Ανυπομονώ να έρθει το Σαββατοκύριακο, θα γίνει χαμός!

αναδρομή στο παρελθόν

noun (informal ([sth] unexpectedly nostalgic)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υψικάμινος

noun (kiln used for smelting)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Blast furnaces are used for smelting iron ore.

ρεύμα αέρα

noun (gust)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A blast of wind blew the door shut and I could not get back in the house.

ακούγομαι πολύ δυνατά

(sound very loudly)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The longer the traffic waited, the more the car horns blasted out.

της υψικαμίνου

noun as adjective (related to metal production furnace)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εκτόξευση

noun (literal (launch of a spacecraft)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δυναμικό ξεκίνημα

noun (figurative (energetic beginning)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στη διαπασών

expression (as loud as possible)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στο έπακρο

expression (producing as much power as possible)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του blast στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του blast

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.