Τι σημαίνει το blessed στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης blessed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του blessed στο Αγγλικά.

Η λέξη blessed στο Αγγλικά σημαίνει ευλογημένος, ευλογημένος, ευτυχής, άγιος, ευλογημένος, αξιομακάριστος, ευλογώ, ευλογώ, ευλογώ, ευλογώ, ευλογώ κπ με κτ, τι γλυκό!, σκέτη γλύκα!, δοξάζω, ευλογημένος, θεία κοινωνία, η Αγία Τριάδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης blessed

ευλογημένος

adjective (made holy)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
This place must be blessed.
Αυτός ο τόπος πρέπει να είναι ευλογημένος.

ευλογημένος

adjective (lucky)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Malcolm felt he was blessed to have such a kind family.
Ο Μάλκομ ένιωθε ευλογημένος που είχε τόσο καλή οικογένεια.

ευτυχής

adjective (bringing happiness)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
When will the blessed event take place?
Πότε θα γίνει το ευτυχές γεγονός;

άγιος

adjective (holy person according to Catholic Church)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The Blessed Mother Theresa lived her life on the principle of charity.
Η Αγία Μητέρα Τερέζα έζησε όλην την ζωή της με βάση την αρχή της φιλανθρωπίας.

ευλογημένος

adjective (informal, ironic (mild intensifier: damned) (καθομιλουμένη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Where did I put that blessed book?
Πού έβαλα εκείνο το ευλογημένο βιβλίο;

αξιομακάριστος

adjective (deserving respect)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In honor of the brave men and women of blessed memory who fought for our country, let us have a moment of silence.

ευλογώ

transitive verb (place, object: make holy)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The holy man blessed the new house.
Ο άγιος άνδρας ευλόγησε το νέο σπίτι.

ευλογώ

transitive verb (person: give a blessing to)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The priest blessed the congregation.
Ο παπάς ευλόγησε το εκκλησίασμα.

ευλογώ

transitive verb (ask God to protect [sb/sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Please bless this house.

ευλογώ

transitive verb (often passive (give health or happiness to [sb/sth]) (κπ με κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joan has five children and ten beautiful grandchildren; life has blessed her.

ευλογώ κπ με κτ

(often passive (endow, gift: with [sth])

Nature has blessed her with good looks and intelligence.
Η φύση την ευλόγησε με ομορφιά και ευφυΐα.

τι γλυκό!, σκέτη γλύκα!

interjection (UK, informal (affection, pity) (τρυφερότητα)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Look at the kitten, snuggling up with the baby. Bless!

δοξάζω

transitive verb (worship: God)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Bless the name of Jesus", sang the choir.

ευλογημένος

noun (religion: saint)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
After the birth of Christ, Mary became known as the Blessed One.

θεία κοινωνία

noun (religion: consecrated elements)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jesus is fully present in the blessed sacrament.

η Αγία Τριάδα

noun (Christianity: God's threefold nature)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The doctrine of the Holy Trinity states that there is one God in three persons: Father, Son, and Holy Spirit.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του blessed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.