Τι σημαίνει το memory στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης memory στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του memory στο Αγγλικά.

Η λέξη memory στο Αγγλικά σημαίνει μνήμη, μνήμη, ανάμνηση, μνήμη, ανάμνηση, θύμηση, μνήμη, ενσωματωμένη μνήμη, συλλογική,κοινωνική μνήμη, αποστηθίζω, τράπεζα δεδομένων, στη μνήμη, μνήμη φλας, ελεύθερη μνήμη, από μνήμης, καλή μνήμη, αν θυμάμαι καλά, απ'όσο θυμάμαι, εις μνήμη κπ, εις μνήμη,σε ανάμνηση, καλή μνήμη, μακροπρόθεσμη μνήμη, απώλεια μνήμης, απώλεια μνήμης, που βοηθάει να θυμηθώ, παιχνίδι μνήμης, αναμνήσεις, διαρροή μνήμης, φλασάκι, στικάκι, φωτογραφική μνήμη, μνήμη, μνήμη μόνο για ανάγνωση, θυμίζω κτ σε κπ, απωθημένες αναμνήσεις, καταπιεσμένες αναμνήσεις, αποστήθιση, καλυπτική ανάμνηση, αδύναμη μνήμη, πρόσφατη μνήμη, πρόσφατη μνήμη, χωρητικότητα μνήμης, αμυδρή εικόνα, λειτουργική μνήμη, ενεργός μνήμη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης memory

μνήμη

noun (mental retention)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If my memory is correct, he was once a candidate for mayor.
Αν η μνήμη μου δε με απατά, κάποτε ήταν υποψήφιος δήμαρχος.

μνήμη

noun (recall)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have a terrible memory for people's names.
Έχω πολύ κακή μνήμη όσον αφορά στα ονόματα των ανθρώπων.

ανάμνηση

noun (often plural (specific recollection)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Do you have any memory of when you were in high school, Grandma?
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αυτές οι φωτογραφίες μου ξυπνούν μνήμες από τα παιδικά μου χρόνια.

μνήμη, ανάμνηση, θύμηση

noun (remembrance of a dead person)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Her memory lives with us still.
Η ανάμνησή της παραμένει ακόμα ζωντανή.

μνήμη

noun (computers: data storage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My new computer has 2 GB of memory.
Ο καινούριος μου υπολογιστής έχει μνήμη 2 GB.

ενσωματωμένη μνήμη

noun (integral data storage capacity)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συλλογική,κοινωνική μνήμη

noun (society's shared memory)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The tragedy and its aftermath will forever be engraved in our country's collective memory.

αποστηθίζω

verbal expression (memorize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Spies commit their orders to memory instead of carrying them on paper.

τράπεζα δεδομένων

noun (computing: information repository)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στη μνήμη

expression (in tribute) (κάποιου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
After Samantha died, her parents created a scholarship fund dedicated to their daughter's memory.

μνήμη φλας

noun (computers: reprogrammable memory)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ελεύθερη μνήμη

noun (computing: storage capacity left) (Η/Υ)

My husband's computer has gotten really slow because it is running out of free memory.

από μνήμης

adverb (by heart, without prompts)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
In primary school I was forced to recite long poems from memory.

καλή μνήμη

noun (excellent powers of recall)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have a good memory for names but not for faces.

αν θυμάμαι καλά

expression (if I remember rightly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απ'όσο θυμάμαι

adverb (as far back as people remember)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This was the worst snowstorm in living memory.
Ποτέ στα χρονικά δεν έχει υπάρξει χειρότερη χιονοθύελλα.

εις μνήμη κπ

expression (in commemoration of [sb])

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This bench was constructed in loving memory of Harry's grandfather. The gravestone read: "In loving memory of a dear husband and father."

εις μνήμη,σε ανάμνηση

expression (to commemorate)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A statue has been erected in memory of the victims.

καλή μνήμη

noun (good powers of recall)

He has such a keen memory - I couldn't possibly remember all those capital cities!

μακροπρόθεσμη μνήμη

noun (permanent recall of facts)

My long-term memory is fine, but I have no idea what I did this morning.

απώλεια μνήμης

noun (amnesia caused by trauma, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The blow he suffered in the accident has caused a complete loss of memory. Loss of memory can be temporary or permanent.
Το χτύπημα που υπέστη στο ατύχημα του προκάλεσε ολική απώλεια μνήμης. Η απώλεια μνήμης μπορεί να είναι προσωρινή ή μόνιμη.

απώλεια μνήμης

noun (diminished ability to recall)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

που βοηθάει να θυμηθώ

noun (mnemonic, aide-mémoire) (κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The word acted as a memory aid for the person making a speech.

παιχνίδι μνήμης

noun (game that tests memory skills)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναμνήσεις

noun (nostalgia)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Mark's frequent visits to memory lane were beginning to annoy Paige.

διαρροή μνήμης

noun (computing: memory not made available after use) (υπολογιστές)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φλασάκι, στικάκι

noun (® (computing: flashcard, dongle) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I use a memory stick to back up my files. I copied my photos onto my memory stick so that I can show them to my friends on their laptops.
Χρησιμοποιώ ένα στικάκι για να κρατώ αντίγραφα ασφαλείας των αρχείων μου. Αντέγραψα τις φωτογραφίες μου στο φλασάκι για να μπορώ να τις δείχνω στους φίλους μου από τους φορητούς υπολογιστές τους.

φωτογραφική μνήμη

noun (total recall)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His photographic memory allows him to remember all the faces of his old schoolmates.

μνήμη

noun (computing: storage space) (Η/Υ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
My first computer only had 16 kilobytes, but nowadays personal computers have 1 gigabyte or more of random access memory.

μνήμη μόνο για ανάγνωση

(computing)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θυμίζω κτ σε κπ

verbal expression (make remember)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
You say you don't remember the night in question? Let me refresh your memory.

απωθημένες αναμνήσεις, καταπιεσμένες αναμνήσεις

noun ([sth] no longer consciously recalled)

The sight of the cottage brought back a repressed memory.

αποστήθιση

noun (memorization by repetition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I learned multiplication tables by rote memory.

καλυπτική ανάμνηση

noun (psychology: form of repression) (ψυχολογία)

What he recalled was only a screen memory and not the real source of his childhood trauma.
Ό,τι ανακαλούσε στη μνήμη του λειτουργούσε, απλώς και μόνο, ως καλυπτική ανάμνηση και όχι η πραγματική αιτία για το τραύμα που υπέστη στην παιδική του ηλικία.

αδύναμη μνήμη

noun (tendency to forget quickly)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have a very short memory for people's names.

πρόσφατη μνήμη

noun (short-term recall)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρόσφατη μνήμη

noun (capacity for recall over a brief period)

His short-term memory began to fail when he reached 80 years of age.

χωρητικότητα μνήμης

noun (technology: storage capacity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The computer has 250GB of total memory on the hard drive.

αμυδρή εικόνα

noun ([sth] remembered indistinctly)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I have a vague memory of doing something stupid last night.

λειτουργική μνήμη, ενεργός μνήμη

noun (temporary or short-term recall)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του memory στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του memory

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.