Τι σημαίνει το escape στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης escape στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του escape στο Αγγλικά.

Η λέξη escape στο Αγγλικά σημαίνει δραπετεύω, δραπετεύω, ξεφεύγω, διαφεύγω, ξεφεύγω, ξεφεύγω από κτ/κπ, αποφεύγω, απόδραση, φυγή, απόδραση, έξοδος, διαρροή, ξεφεύγω, διαρρέω, ξεθωριάζω, μου διαφεύγει, ξεφεύγω, δεξιοτέχνης αποδράσεων, δεξιοτέχνης αποδράσεων, ρήτρα διαφυγής, έξοδος κινδύνου, μηχανισμός διαφυγής, escape room, δρόμος διαφυγής, δρόμος διαφυγής, ταχύτητα διαφυγής από το πεδίο βαρύτητας, έξοδος κινδύνου, γλιτώνω παρά τρίχα, το να τη γλιτώσω παρατρίχα, το να τη γλιτώσω στο τσακ, τη γλυτώνω παρά τρίχα, έξοδος, τρόπος διαφυγής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης escape

δραπετεύω

intransitive verb (get away) (φεύγω κρυφά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The prisoners have escaped.
Οι φυλακισμένοι την κοπάνησαν (or: έγιναν καπνός).

δραπετεύω, ξεφεύγω, διαφεύγω

(flee, run away from) (από κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The prisoner escaped from his jailers.
Ο κρατούμενος δραπέτευσε (or:ξέφυγε) από τους δεσμοφύλακές του.

ξεφεύγω

(avoid, evade) (μεταφορικά: από κπ/κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He goes out to work on the car to escape from his mother-in-law.
Βγαίνει έξω να μαστορέψει το αυτοκίνητο για να ξεφύγει από την πεθερά του.

ξεφεύγω από κτ/κπ

transitive verb (get away from)

The refugees crossed the border to escape the war.
Οι πρόσφυγες πέρασαν τα σύνορα για να ξεφύγουν από τον πόλεμο.

αποφεύγω

transitive verb (elude) (κάτι δυσάρεστο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The boy escaped punishment by blaming his friend.
Το αγόρι γλύτωσε την τιμωρία κατηγορώντας τον φίλο του.

απόδραση

noun (breakout) (παράνομη φυγή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The prisoners' escape shocked everyone.
Η απόδραση των φυλακισμένων σόκαρε τους πάντες.

φυγή, απόδραση

noun (evasion) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Reading was an escape from his parents' arguing.
Το διάβασμα ήταν η φυγή του από τους καβγάδες των γονιών του.

έξοδος

noun (means of escape)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was an escape beneath the window in case of fire.
Υπήρχε μια έξοδος κάτω από το παράθυρο σε περίπτωση φωτιάς.

διαρροή

noun (leakage)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There was an escape of gas in the basement.
Υπήρχε διαρροή αερίου στο υπόγειο.

ξεφεύγω

intransitive verb (avoid capture)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The criminal escaped just before the police arrived.
Ο εγκληματίας ξέφυγε λίγο πριν φτάσει η αστυνομία.

διαρρέω

intransitive verb (leak)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The fumes escaped into the atmosphere.
Οι καπνοί διέρρευσαν στην ατμόσφαιρα.

ξεθωριάζω

intransitive verb (memory: fade) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The memory of her face has escaped with the passage of time.
Η ανάμνηση του προσώπου της ξεθώριασε με το πέρασμα του χρόνου.

μου διαφεύγει

transitive verb (forget)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I know the face, but his name escapes me.
Τον ξέρω εξ όψεως, αλλά το όνομά του μου διαφεύγει.

ξεφεύγω

transitive verb (inadvertently slip)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A swear word escaped her lips.
Μια βρισιά ξέφυγε από τα χείλη της.

δεξιοτέχνης αποδράσεων

noun (performer: escapologist)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Harry Houdini was a famous escape artist.

δεξιοτέχνης αποδράσεων

noun (informal (prisoner who frequently escapes) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ρήτρα διαφυγής

noun (releases [sb] from a contract)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's an escape clause which allows us to terminate the contract if necessary.

έξοδος κινδύνου

noun (door to an emergency exit)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Submarines usually have only one escape hatch; it is also the way in.

μηχανισμός διαφυγής

noun (way of avoiding reality)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Getting high with his friends was an escape mechanism.

escape room

noun (puzzle-solving activity)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

δρόμος διαφυγής

noun (figurative (way out: of situation)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

δρόμος διαφυγής

noun (exit route: in emergency)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ταχύτητα διαφυγής από το πεδίο βαρύτητας

noun (speed: escapes gravity)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έξοδος κινδύνου

noun (emergency stairway)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In the event of fire, please use the fire escape to descend to the ground floor.

γλιτώνω παρά τρίχα

verbal expression (experience a brush with danger)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mary had a narrow escape when a car nearly hit her.

το να τη γλιτώσω παρατρίχα, το να τη γλιτώσω στο τσακ

noun (near miss)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τη γλυτώνω παρά τρίχα

noun (escape that almost failed) (μεταφορικά)

The children's parents turned extremely pale when they heard about their offspring's narrow escape.

έξοδος

noun (literal (exit route)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The flight attendant indicated the lighted ways of escape on the airplane.

τρόπος διαφυγής

noun (figurative (means of evading [sth]) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I didn't want to attend the conference, but there was no way of escape.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του escape στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του escape

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.