Τι σημαίνει το breath στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης breath στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του breath στο Αγγλικά.
Η λέξη breath στο Αγγλικά σημαίνει ανάσα, αναπνοή, ανάσα, εισπνοή, αναπνοή, αναπνοή, ανάσα, ανάσα, αναπνοή, ίχνος, γυψοφίλη, δύσοσμη αναπνοή, αναπνοή, ανάσα, ανάσα φρεσκάδας, ευπρόσδεκτη αλλαγή, αλκοτέστ, κάνω αλκοτέστ σε κπ, αφήνω την τελευταία μου πνοή, ξελαχανιάζω, παίρνω μια ανάσα, βαθιά εισπνοή, Μην κάνεις όρεξη, τελευταία πνοή, αναπνέω με δυσκολία, κρατάω την αναπνοή μου, ταυτόχρονα, εισπνοή, χωρίς ανάσα, λαχανιάζω, μην κάνεις τον κόπο να μιλήσεις, μην κάνεις τον κόπο να πεις τίποτα, μη χάνεις τα λόγια σου, λαχανιασμένος, λαχάνιασμα, παίρνω μια αναπνοή, παίρνω μια ανάσα, κόβω την ανάσα, σιγανά, ξοδεύω το σάλιο μου, με κομμένη την ανάσα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης breath
ανάσα, αναπνοήnoun (exhaled air) (εκπνοή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His breath looked like smoke in the cold air. Η ανάσα (or: αναπνοή) του έμοιαζε με καπνό στον παγωμένο αέρα. |
ανάσα, εισπνοή, αναπνοήnoun (inhalation) (εισπνοή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The doctor told him to take in a breath and hold it. Ο γιατρός του είπε να πάρει μια ανάσα και να την κρατήσει. |
αναπνοήnoun (breathing) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His breath was rapid due to all the excitement. Η αναπνοή του ήταν γρήγορη λόγω του μεγάλου ενθουσιασμού του. |
ανάσαnoun (rest) (μεταφορικά: παίρνω μια) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He paused for a breath and then started running again. Σταμάτησε για να πάρει μια ανάσα και μετά ξανάρχισε το τρέξιμο. |
ανάσα, αναπνοήnoun (bad breath) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His breath smelled awful. Η ανάσα (or: αναπνοή) του μύριζε απαίσια. |
ίχνοςnoun (figurative (hint) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Before we found out that Principal Simon had lied on his CV, there hadn't been a breath of suspicion about his credentials. |
γυψοφίληnoun (colloquial (flowering plant: Gypsophila) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δύσοσμη αναπνοήnoun (halitosis) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The dentist will find the cause of your bad breath. |
αναπνοή, ανάσαnoun (inhalation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The paramedics administered oxygen because Sara was fighting for every breath of air. |
ανάσα φρεσκάδας, ευπρόσδεκτη αλλαγήnoun (figurative ([sth] new) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The new manager came as a breath of fresh air. Ο ερχομός του νέου διευθυντή ήταν μια ευπρόσδεκτη αλλαγή. |
αλκοτέστnoun (law: to check alcohol level) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κάνω αλκοτέστ σε κπtransitive verb (law: test alcohol level) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αφήνω την τελευταία μου πνοήverbal expression (die) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After she received extreme unction, she breathed her last breath. |
ξελαχανιάζωverbal expression (pause to breathe) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I had to take 20 flights of stairs. It took me several minutes to catch my breath. |
παίρνω μια ανάσαverbal expression (figurative (take a break) (μεταφορικά: διάλειμμα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Now that we're done with most of the rush jobs, we can catch our breath. |
βαθιά εισπνοήnoun (big inhalation) I like to take deep breaths to help calm myself down. |
Μην κάνεις όρεξηinterjection (informal ([sth] is unlikely to happen soon) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Neil promised that he would have everything ready; don't hold your breath, though! |
τελευταία πνοήnoun (last moments of life) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) With his dying breath he wished her a happy life. |
αναπνέω με δυσκολίαverbal expression (breathe with difficulty) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Paul gasped for breath as he came up out of the water. |
κρατάω την αναπνοή μουverbal expression (purposely stop breathing) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ταυτόχροναadverb (figurative (at same moment) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) The Prime Minister denies climate change and advocates carbon tax in the same breath. |
εισπνοήnoun (inhalation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χωρίς ανάσαadjective (panting, breathless) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) After sprinting round the track I was out of breath and could barely speak. |
λαχανιάζωverbal expression (gasp, breathe with difficulty) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I was panting for breath as I reached the top stair. |
μην κάνεις τον κόπο να μιλήσεις, μην κάνεις τον κόπο να πεις τίποταinterjection (don't bother saying anything) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Unless you're here to apologize to me, save your breath! Oh save your breath, I don't want to hear your excuses. |
μη χάνεις τα λόγια σουinterjection (discussing it is useless) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Save your breath – he's already made his mind up. |
λαχανιασμένοςadjective (having difficulty breathing) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
λαχάνιασμαnoun (respiratory difficulty) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Shortness of breath may be a sign of lung disease or emphysema. |
παίρνω μια αναπνοή, παίρνω μια ανάσαverbal expression (inhale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I always take a deep breath before I begin. |
κόβω την ανάσαverbal expression (figurative (astonish, stun) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σιγανάadverb (spoken quietly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ξοδεύω το σάλιο μουverbal expression (talking is pointless) |
με κομμένη την ανάσαadverb (with great anticipation) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I was waiting with bated breath for the outcome of my job interview. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του breath στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του breath
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.