Τι σημαίνει το brilho στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης brilho στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brilho στο πορτογαλικά.

Η λέξη brilho στο πορτογαλικά σημαίνει λαμπρότητα, φωτεινότητα, λάμψη, φωτεινότητα, λάμψη, φωτεινότητα, λαμπρότητα, φως, λάμψη, λαμπρότητα, ακτινοβολία, γυαλάδα, γυαλάδα, λάμψη, ασθενής λάμψη, η λάμψη του, λάμψη, λάμψη, λάμψη, λάμψη, λάμψη, λάμψη, λάμψη, σπίθα, λάμψη, λάμψη, λάμψη, η λάμψη, η αίγλη, λάμψη, μαγεία, λάμψη, ακτινοβολία, φωτεινότητα, λούστρο, γυάλισμα, λάμψη, λάμψη, λάμψη, λάμψη, λαμπρότητα, λάμψη, λάμψη, λαμπρότητα, λάμψη, γυαλάδα, γυαλάδα, λάμψη, λαμπρότητα, μεγαλειότητα, μεγαλοπρέπεια, πληρότητα, αγαλλίαση, θαμπός, λιπ γκλος, lip gloss, φεγγαρόφωτο, φεγγαρόφως, κοιτάω το κενό, κοιτάζω το κενό, άνευρος, άτονος, λάμπω, κεφάλι, άλως πάγου, λάμψη πάγου, πορτοκαλοκόκκινο, ροδοκόκκινο, βάζω λιπ γκλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης brilho

λαμπρότητα, φωτεινότητα, λάμψη

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O brilho (or: fulgor, or: esplendor) do sol na água nos cegou por um momento.
Η φωτεινότητα (or: λάμψη) του ήλιου στο νερό μας τύφλωσε για λίγο.

φωτεινότητα, λάμψη

(luz: grande intensidade) (φως)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μπορείς να ρυθμίσεις τη φωτεινότητα της τηλεόρασης; Μου προκαλεί πονοκέφαλο.

φωτεινότητα, λαμπρότητα

(luz: grau de intensidade) (φως: βαθμός έντασης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φως

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aquele brilho lá longe vem do planeta Vênus.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Πέτρος διάβασε ένα βιβλίο υπό το φως ενός μικρού φαναριού.

λάμψη, λαμπρότητα, ακτινοβολία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γυαλάδα

substantivo feminino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γυαλάδα, λάμψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ασθενής λάμψη

substantivo masculino

O marinheiro viu o brilho de um farol a distância.
Ο ναύτης είδε το φως του φάρου στο βάθος.

η λάμψη του

substantivo masculino (figurado) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sob o brilho da vida dos atores de Hollywood se esconde uma vida pessoa turbulenta.

λάμψη

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A pele da Kate sempre teve um brilho bonito.
Το δέρμα της Κέιτ είχε πάντοτε μια όμορφη λάμψη.

λάμψη

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O brilho no vestido de Maggie atraiu todos os olhares para ela.
Η λάμψη του φορέματος της Μάγκυ τραβούσε όλα τα μάτια πάνω της.

λάμψη

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os soldados podiam ver o brilho de um farol bem ao longe.
Οι στρατιώτες μπορούσαν να δουν τη λάμψη ενός φαναριού μπροστά μακριά.

λάμψη

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
"Vamos saltar de paraquedas!", disse John com um brilho nos olhos.
«Ας πάμε για ελεύθερη πτώση με αλεξίπτωτο!», είπε ο Τζον με μια λάμψη στο μάτι του.

λάμψη

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tim tem um brilho que torna prazeroso passar tempo ao lado dele.
Ο Τιμ έχει τέτοια ζωντάνια που είναι πολύ ευχάριστο να είσαι κοντά του.

λάμψη

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Houve um brilho de luz no anel de diamante dela.

λάμψη, σπίθα

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Adam tem um certo brilho, é divertido passar o tempo com ele.

λάμψη

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O brilho do sol na água não me deixava ver.

λάμψη

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λάμψη

substantivo masculino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A tinta vermelha tinha um brilho quente.

η λάμψη, η αίγλη

substantivo masculino (figurado) (μτφ: με γενική)

λάμψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαγεία, λάμψη

substantivo masculino (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tim ficou atraído pelo brilho da vida na cidade.

ακτινοβολία

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Não há nada mais sedutor do que o brilho de uma bela mulher.

φωτεινότητα

substantivo masculino (cor) (χρωμάτων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λούστρο

substantivo masculino (atratividade superficial) (επιφανειακή ομορφιά, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γυάλισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λάμψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela poliu os candelabros de prata até terem um brilho deslumbrante.
Έτριψε τα ασημένια κηροπήγια δίνοντάς τους μια εκτυφλωτική λάμψη.

λάμψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os diamantes devem ser cortados para mostrar seu brilho.

λάμψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λάμψη, λαμπρότητα

(estilo) (μτφ: επιτυχία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λάμψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λάμψη, λαμπρότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λάμψη

(figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ela viu a luz nos olhos dele e soube que ele tivera uma boa ideia.
Είδε τη λάμψη στα μάτια του και κατάλαβε ότι είχε μια καλή ιδέα.

γυαλάδα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γυαλάδα

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λάμψη

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu gosto de uma festa com muita energia.
Μου αρέσουν τα πάρτυ με μεγάλη δόση γκλαμουριάς.

λαμπρότητα, μεγαλειότητα, μεγαλοπρέπεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πληρότητα, αγαλλίαση

substantivo masculino (figurado, satisfação)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η Τζένη και ο Ρον ήταν ξαπλωμένοι αγκαλιά απολαμβάνοντας το αίσθημα ικανοποίησης που τους άφησε το σεξ.

θαμπός

locução adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λιπ γκλος, lip gloss

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

φεγγαρόφωτο, φεγγαρόφως

expressão

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοιτάω το κενό, κοιτάζω το κενό

expressão verbal (olhar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άνευρος, άτονος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

λάμπω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dá pra saber que Sara está grávida. Ela está radiante.

κεφάλι

expressão (gíria, álcool) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Suzy fica no brilho com apenas um copo de vinho.
Η Σούζι κάνει κεφάλι με ένα μόλις ποτήρι κρασί.

άλως πάγου, λάμψη πάγου

(fenômeno atmosférico)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πορτοκαλοκόκκινο, ροδοκόκκινο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βάζω λιπ γκλος

(nos lábios, BRA)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brilho στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.