Τι σημαίνει το brincar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης brincar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brincar στο πορτογαλικά.

Η λέξη brincar στο πορτογαλικά σημαίνει παίζω, παίζω, χαζολογάω, χαζολογάω, χαζολογώ, κάνω δοκιμές, αστειεύομαι, παίζω, παίζω με κπ/κτ, ασχολούμαι με κτ, κάνω πλάκα, παίζω, κάνω πλάκα, κάνω ανοησίες, παίζω, κάνω πλάκα, παίζω με κτ, παίζω, παιχνιδίζω, παιδιαρίζω, παιδιαρίζω, παίζω, ρισκάρω, παιδιαρίζω, παίζω, διασκεδάζω, παίζω, παίζω, πειράζω, τα βάζω με κπ, πειράζω, φλερτάρω με κτ, πειράζω κπ για κτ, παιχνίδι, παίζω με τη φωτιά, φλερτάρω με την καταστροφή, παίζω κυνηγητό, παίζω με κτ, πετάω τη μπάλα και μου τη φέρνει πίσω, παριστάνω, προσποιούμαι, καμώνομαι, εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι, φλερτάρω με κτ, παίζω με κτ, παίζω με κτ, παίζω με κτ, παίζω με κπ/κτ, παίζω, παίζω με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης brincar

παίζω

(divertir-se)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As crianças estão brincando.
Τα παιδιά παίζουν.

παίζω, χαζολογάω

(informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O professor disse a Bobby para parar de brincar na aula.
Ο δάσκαλος είπε στον Μπόμπι να σταματήσει να χαζολογάει στην τάξη.

χαζολογάω, χαζολογώ

(informal)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω δοκιμές

verbo transitivo (informal: experimentar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αστειεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίζω με κπ/κτ

(μεταφορικά)

ασχολούμαι με κτ

Ele curtia brincar com barcos.
Του άρεσε να ασχολείται με σκάφη.

κάνω πλάκα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu não quis dizer isso; eu estava apenas brincando!
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η Έιμι απλά αστειευόταν με τους φίλους της, αλλά βρήκε τον μπελά της γι' αυτό στο σχολείο.

παίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω πλάκα

verbo transitivo (σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Karen fez uma careta e disse: "Você só pode estar brincando comigo!"
Η Κάρεν έκανε εάν μορφασμό και είπε, «Πρέπει να μου κάνεις πλάκα!»

κάνω ανοησίες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ah, eu só estava brincando. Não estava falando sério.
Ω, απλά αστειευόμουν. Δεν το εννοούσα στα σοβαρά.

παίζω

(tomar parte)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Também gostaríamos de brincar.
Θέλουμε και εμείς να παίξουμε.

κάνω πλάκα

(brincadeira, zombaria, piada)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Foi sem querer. Eu só estava brincando.

παίζω με κτ

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quão cruel ele é, brincar com minhas emoções desse jeito.
Είναι πολύ σκληρός για να παίζει με τα αισθήματά μου με τέτοιο τρόπο.

παίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vamos brincar de casinha.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ας παίξουμε τις πριγκίπισσες!

παιχνιδίζω, παιδιαρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παιδιαρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίζω

verbo transitivo (μεταφορικά: με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O homem estava claramente nervoso; ele não parava de mexer nas coisas em sua mesa.
Ο άντρας ήταν σαφέστατα νευρικός· συνέχεια έπαιζε με τα πράγματα στο γραφείο του.

ρισκάρω

(figurativo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hughes acusou o governo de seguir os banqueiros e arriscar o futuro da população.
Ο Χιου κατηγόρησε την κυβέρνηση πως άφησε τους τραπεζίτες να παίξουν με το μέλλον του κόσμου.

παιδιαρίζω, παίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διασκεδάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίζω

(figurado: ser inconsistente) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πειράζω

(alguém: importunar, provocar) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por que você está tão desapontado? Só estávamos fazendo hora com você.
Γιατί είσαι τόσο αναστατωμένος; Απλά σε πειράζαμε.

τα βάζω με κπ

(BRA) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Não zoe com Stan porque ele vai quebrar a sua cara.
Μην τα βάζεις με τον Σταν! Θα σου αστράψει καμιά σφαλιάρα!

πειράζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
É tão divertido zoar com ele!
Μου αρέσει τόσο πολύ να τον πειράζω!

φλερτάρω με κτ

(BRA) (μεταφορικά)

Fred gostava de flertar com a morte e curtia coisas como paraquedismo e mergulhar de penhascos.
Στον Φρεντ άρεσε να φλερτάρει με τον θάνατο και απολάμβανε δραστηριότητες όπως να πηδά με αλεξίπτωτο και να πηδά από βράχους.

πειράζω κπ για κτ

(informal)

Os colegas de Adam o atazanaram por causa de seu gosto para roupas.
Οι συνάδελφοι του Άνταμ τον δούλευαν για το γούστο του στα ρούχα.

παιχνίδι

locução verbal (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παίζω με τη φωτιά

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φλερτάρω με την καταστροφή

locução verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παίζω κυνηγητό

(crianças: uma perseguindo a outra)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίζω με κτ

(criança: divertir-se com)

Η Λούσι έπαιζε με την αγαπημένη κούκλα της.

πετάω τη μπάλα και μου τη φέρνει πίσω

(cão: trazer uma bola arremessada)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παριστάνω, προσποιούμαι, καμώνομαι

(fingir, fazer de conta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Τα παιδιά παριστάνουν τους γιατρούς και τις νοσοκόμες.

εκμεταλλεύομαι, επωφελούμαι

(explorar, tirar vantagem de)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φλερτάρω με κτ

(BRA, ideia: considerar) (μεταφορικά)

Steve flertou com a ideia de largar seu trabalho e viajar pelo mundo.
Ο Στίβ φλέρταρε με την ιδέα να αφήσει τη δουλειά του και να ταξιδέψει σε όλο τον κόσμο.

παίζω με κτ

παίζω με κτ

(μεταφορικά)

παίζω με κτ

locução verbal

παίζω με κπ/κτ

(tratar frivolamente) (μεταφορικά)

Alice disse que amava Brian, mas ela estava somente brincando com seus sentimentos.
Η Άλις είπε ότι αγαπούσε τον Μπράιν, αλλά απλά έπαιζε με την αγάπη του.

παίζω

(brincar: com comida, etc) (μεταφορικά)

Ian não estava comendo de verdade; ele estava somente brincando com sua comida.
Ο Ίαν δεν έτρωγε πραγματικά· απλά έπαιζε με το φαγητό του.

παίζω με κπ

(tratar com frivolidade) (μεταφορικά, καθομ)

Eu não brincaria com ela se fosse você. Ela tem um temperamento péssimo.
Δεν θα έπαιζα μαζί της στη θέση σου. Είναι πολύ οξύθυμη.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brincar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.