Τι σημαίνει το brooding στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης brooding στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brooding στο Αγγλικά.

Η λέξη brooding στο Αγγλικά σημαίνει μελαγχολικός, κατηφής, ζοφερός, σκοτεινός, τσούρμο, κλωσσάω, κλωσσώ, κλωσσάω, κλωσσώ, κολλάω, για αναπαραγωγή, παιδιά, ράτσα, προστατεύω, προστατεύω, καλύπτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης brooding

μελαγχολικός, κατηφής

adjective (solemn, pensive)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The bust of Beethoven had a brooding expression.

ζοφερός, σκοτεινός

adjective (menacing, threatening) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The sky was grey and brooding, so I decided not to go out for a walk.

τσούρμο

noun (baby birds) (ομάδα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The brood of chicks happily explored the barnyard.
Ένα τσούρμο κοτοπουλάκια εξερευνούσαν ευτυχισμένα την αυλή έξω από τον αχυρώνα.

κλωσσάω, κλωσσώ

transitive verb (sit on: eggs)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
This species broods its eggs for as long as three weeks.
Αυτό το είδος κλωσσά τα αυγά του μέχρι τρεις εβδομάδες.

κλωσσάω, κλωσσώ

intransitive verb (hatch eggs)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The geese are already brooding this year.
Οι χήνες ήδη κλωσσούν αυτή τη χρονιά.

κολλάω

(think too much about) (μτφ: σε κάτι, με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
There is no point in brooding over things that have happened in the past. Jamie has been brooding about the outcome of last night's football game all morning.
Δεν υπάρχει λόγος να υπεραναλύουμε πράγματα που συνέβησαν στο παρελθόν. Ο Τζέιμι υπεραναλύει το αποτέλεσμα του χθεσινοβραδινού αγώνα ποδοσφαίρου όλο το πρωί.

για αναπαραγωγή

adjective (for breeding)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The horse farm keeps several brood mares.

παιδιά

noun (figurative (children)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Molly has quite a large brood, but she never seems angry at any of her children.
Η Μόλυ έχει ολόκληρο λόχο αλλά δε δείχνει να θυμώνει ποτέ με κανένα από τα παιδιά της.

ράτσα

noun (breed, type)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

προστατεύω

(figurative (children: protect) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Shirley's mom broods over her family like a mother hen.

προστατεύω, καλύπτω

transitive verb (bird: cover babies with wings)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In the nest, the mother bird broods her young.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brooding στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.