Τι σημαίνει το brother στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης brother στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brother στο Αγγλικά.

Η λέξη brother στο Αγγλικά σημαίνει αδερφός, αδελφός, αδερφός, αδερφικός φίλος, σύντροφος, αδέρφια, αδερφός, αδερφέ, ο μικρότερος αδερφός, ο μικρότερος αδελφός, μεγάλος αδερφός, Μεγάλος Αδερφός, βιολογικός αδερφός, αδερφός εξ αίματος, σταυραδερφός, αδέλφια, αδέρφια, σύντροφος, σύμμαχος, κουνιάδος, γαμπρός, θετός αδερφός, διζυγωτικός δίδυμος αδελφός, μέλος αδελφότητας, ετεροθαλής αδελφός, αδερφούλης, μικρός αδερφός, Αμάν, αδερφέ!, Ωχ αδερφέ!, αδέρφι, αδερφός εξ' αγχιστείας, δίδυμος αδελφός. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης brother

αδερφός, αδελφός

noun (male sibling) (οικογένεια)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I have two brothers and one sister.
Έχω δύο αδερφούς και μία αδερφή.

αδερφός

noun (monk's title)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Brother Dominic is praying in the chapel.
Ο αδερφός Ντόμινικ προσεύχεται στο παρεκκλήσι.

αδερφικός φίλος

noun (close friend)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Rick is a brother to me.

σύντροφος

noun (fellow member)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The union brothers and sisters met to discuss the strike.

αδέρφια

noun (human being)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Let us be kind to our brothers and treat all human beings with respect and decency.

αδερφός

noun (informal, abbreviation (brother)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I'm going to visit my baby bro at college this weekend.

αδερφέ

noun (figurative, slang (term of address for male friend) (μεταφορικά: προσφώνηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
What are you doing tonight, bro? Do you want to hit the bars?

ο μικρότερος αδερφός, ο μικρότερος αδελφός

noun (youngest male sibling)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεγάλος αδερφός

noun (informal (older male sibling)

Μεγάλος Αδερφός

noun (figurative (government surveillance) (μεταφορικά: πολιτική)

βιολογικός αδερφός, αδερφός εξ αίματος

noun (biological male sibling)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He's not my blood brother, just my step brother.

σταυραδερφός

noun (figurative (loyal male friend)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They cut their palms and shook hands to become blood brothers.

αδέλφια, αδέρφια

plural noun (male and female siblings)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
You can tell they're brother and sister; in fact, they both look just like their mother.

σύντροφος

noun (fellow soldier, comrade)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Many soldiers stay in contact with their brothers in arms long after the war is over.

σύμμαχος

noun (figurative (ally)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

κουνιάδος

noun (spouse's male sibling)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My wife and my brother-in-law have both inherited their mother's blue eyes.
Η σύζυγός μου και ο κουνιάδος μου έχουν και οι δυο κληρονομήσει τα μπλε μάτια της μητέρας τους.

γαμπρός

noun (sibling's husband)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My brother-in-law married my sister five years ago.
Ο γαμπρός μου παντρεύτηκε την αδελφή μου πριν από πέντε χρόνια.

θετός αδερφός

noun (brother temporarily adopted)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
George is my foster brother; that's why he doesn't look like me or anyone else in the family.

διζυγωτικός δίδυμος αδελφός

noun (twin: non-identical, male)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
She has a fraternal twin brother who lives in San Francisco.

μέλος αδελφότητας

noun (US (member of all-male group) (φοιτητική κοινότητα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ετεροθαλής αδελφός

noun (male sibling by one parent)

My half-brother and I have different fathers.

αδερφούλης

noun (informal (younger male sibling) (χαϊδευτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
He may be 22 now, but he'll always be my kid brother!

μικρός αδερφός

noun (younger male sibling)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I have one big sister and two little brothers.

Αμάν, αδερφέ!, Ωχ αδερφέ!

interjection (US, slang (expressing exasperation) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

αδέρφι

noun (US, slang (black man) (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αδερφός εξ' αγχιστείας

noun (son of parent's spouse)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Even though we look like we're related, Greg is actually my stepbrother.

δίδυμος αδελφός

noun (male sibling from same pregnancy)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brother στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του brother

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.