Τι σημαίνει το buscando στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης buscando στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του buscando στο ισπανικά.
Η λέξη buscando στο ισπανικά σημαίνει ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω, αναζητάω, αναζητώ, ψάχνω, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, αναζητώ, αναζητώ, ψάχνω, γυρεύω, ψάχνω, αναζητώ, αναζητώ, ψάχνω για, κυνηγώ, ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, ψάχνω, επιδιώκω, επιζητώ, ψάχνω, σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτ, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, κυνηγάω, κυνηγώ, ψάχνω, βρίσκω, ψάχνω, ψαχουλεύω, ξεκινάω, προκαλώ, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, ψαρεύω, σκάβω, αναζητώ, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, χτενίζω, αναζητώ, ψάχνω, επιδιώκω, επιζητώ, κάνω εξετάσεις για κτ, διψώ για, εξετάζω, ερευνώ, μελετώ, ψαρεύω, ζητάω, ζητώ, υποβάλλω ερώτημα για κτ, κάνω φύλλο και φτερό, καλοπιάνω, σαρώνω κτ για κτ, σκοπεύω να αγοράσω, ψάχνω να αγοράσω, θέλω να αγοράσω, κυνηγάω, κυνηγώ, φλερτάρω με κτ, παίρνω, παίρνω, γκουγκλάρω, χαζεύω, ψάχνω σε κτ, παίρνω, ψάχνω, υποβάλλω αίτηση για δουλειά, πάω να φέρω κτ/κπ, οργώνω τις θάλασσες, φέρνω, ταράζω τα νερά, προσφεύγω στη δικαιοσύνη, ψάχνω βελόνα στα άχυρα, στρέφομαι σε κπ για βοήθεια, βρίσκω καταφύγιο, αναζητώ τροφή, συλλέγω τροφή, ψάχνω τροφή, σκανδαλοθηρώ, τρώω τον κόσμο, ψάχνω παντού, ψάχνω παντού, τρώω τον κόσμο, ψάχνω, ψαχουλεύω για να βρω κτ, ψάχνω μέσα σε, αναζητώ σε, ψάχνω, ψάχνω, βρίσκω χρόνο, επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύση, αναζητώ καταφύγιο/προστασία, πετάω τη μπάλα και μου τη φέρνει πίσω, ζητώ εκδίκηση, συγκεντρώνω βοήθεια, καλώ, φωνάζω, κλήση στον βομβητή, εξετάζω κπ για κτ, πατάσσω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, βουτάω για αχιβάδες, ψάχνω μέσα σε κτ, παίρνω, ρίχνω μια ματιά, ψάχνω βαθιά μέσα μου, συνδέω, ψάχνω, μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις, κατακρίνω, επικρίνω, ψάχνω, αναζήτηση σπιτιού, καταζητώ, κάνω εξονυχιστικό έλεγχο σε κπ/κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης buscando
ψάχνω, αναζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Algunos buscan el amor por Internet. Μερικοί άνθρωποι ψάχνουν την αγάπη στο ίντερνετ. Σε αναζήτησα, αλλά δεν μπόρεσα να σε βρω. |
ψάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Está buscando sus llaves. Ψάχνει τα κλειδιά του. |
ψάχνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los detectives buscaron durante días, pero no pudieron encontrar ninguna prueba. Οι αστυνομικοί έψαχναν για μέρες, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν αποδείξεις. |
ψάχνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Como el tiempo pasaba y Audrey no encontraba sus gafas, empezó a buscar desesperadamente. |
αναζητάω, αναζητώ, ψάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El detective busca algunas pistas sobre el crimen. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αυτό το βιβλίο το γύρευα καιρό. |
ψάχνω, αναζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estamos buscando maneras de mejorar nuestra efectividad. Ψάχνουμε τρόπους να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητά μας. |
ψάχνω, αναζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estaba buscando las llaves, pero no aparecen. Έψαχνα τα κλειδιά αλλά δεν τα βρήκα. Οι ντετέκτιβ αναζητούσαν (or: έψαχναν) το στοιχείο που τελικά θα έλυνε το έγκλημα. |
αναζητώ, ψάχνω, γυρεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estuve buscando ese plumero toda la tarde. |
ψάχνω, αναζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nos pasamos varios meses buscando el mejor restaurante tailandés de la ciudad. |
αναζητώ, ψάχνω για, κυνηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de mudarse a una nueva ciudad, decidió buscar personas con ideas afines. Όταν μετακόμισε σε καινούρια πόλη αποφάσισε να αναζητήσει ομοϊδεάτες της. |
ψάχνωverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si no sabes quién era Ada Lovelace búscala en Internet. Ψάξε την στο διαδίκτυο αν δεν ξέρεις ποια ήταν η Άντα Λάβλεϊς. |
ψάχνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La policía estuvo buscando toda la noche al criminal. |
ψάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan llegó tarde al trabajo porque tuvo que buscar sus llaves. Ο Νταν άργησε να πάει στη δουλειά επειδή έπρεπε να ψάξει τα κλειδιά του. |
αναζητώ, ψάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una ardilla hurgaba bajo el árbol, buscando nueces. |
ψάχνωverbo transitivo (respuesta, trabajo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Estoy buscando buenas oraciones de ejemplo. |
επιδιώκω, επιζητώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella busca fama y fortuna. Επιδιώκει να έχει δόξα και να κάνει περιουσία. |
ψάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si no entiendo una palabra, la busco en el diccionario. Αν δεν καταλάβω μια λέξη, την ψάχνω στο λεξικό. |
σκοπεύω να κάνω κτ, σχεδιάζω να κάνω κτ, θέλω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No busco comprar una colección de enciclopedias en estos momentos. Δε σκοπεύω ν' αγοράσω εγκυκλοπαίδεια αυτή τη στιγμή. |
ψάχνω, αναζητώverbo transitivo (en Internet) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Buscó la respuesta en internet. Έκανε αναζήτηση για να βρει την απάντηση στο διαδίκτυο. |
ψάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κυνηγάω, κυνηγώverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La joven actriz buscaba la fama, a pesar de sus quejas con respecto a las intromisiones de los medios. Η νεαρή ηθοποιός κυνηγούσε τη δόξα, παρόλο που παραπονιόταν για την εισβολή των ΜΜΕ στη ζωή της. |
ψάχνω, βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Búscame la próxima vez que andes en la ciudad. Πάρε με την επόμενη φορά που θα βρίσκεσαι στην πόλη. |
ψάχνω, ψαχουλεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεκινάω, προκαλώ(καβγάδες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) David siempre busca peleas en la escuela. |
ψάχνωverbo transitivo (bíblico) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) ¡Buscad y hallaréis! Όποιος ψάχνει, βρίσκει! |
αναζητώ, ψάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El equipo de RR. HH. está buscando egresados con potencial para que se unan a la empresa. |
ψαρεύωverbo transitivo (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella está buscando un cumplido. Solo ignórala. |
σκάβω(excavación) (για να βρω κτ, για κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La gente ha estado buscando oro aquí desde hace 100 años. |
αναζητώ, ψάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía minera está buscando oro en la zona. |
αναζητώ, ψάχνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La agencia de contratación está buscando nuevos talentos. |
χτενίζωverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ellos están buscando pistas por toda la región. |
αναζητώ, ψάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιδιώκω, επιζητώ(προσπαθώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Procuro restaurar mi honor. |
κάνω εξετάσεις για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La nueva tecnología ayudará a los equipos médicos a detectar el cáncer de mama más fácilmente. |
διψώ για(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El hombre ha anhelado el conocimiento desde el principio de los tiempos. |
εξετάζω, ερευνώ, μελετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El investigador investigó el asunto detalladamente. Ο ερευνητής μελέτησε το θέμα εξονυχιστικά. |
ψαρεύω(figurado) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El trabajo de un periodista amarillista es escarbar buscando el escándalo. Είναι δουλειά των ρεπόρτερ του κίτρινου τύπου να ψαρεύουν σκανδαλιστικές πληροφορίες. |
ζητάω, ζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le pedimos consejo a los sabios maestros. |
υποβάλλω ερώτημα για κτ(informática) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω φύλλο και φτερό(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La policía registró el apartamento del sospechoso. |
καλοπιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El Gobierno solicitó el apoyo de grupos religiosos. |
σαρώνω κτ για κτ(figurado) (μεταφορικά) El escuadrón barrió el área buscando minas. |
σκοπεύω να αγοράσω, ψάχνω να αγοράσω, θέλω να αγοράσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si buscas comprar una nueva laptop, estas son nuestras recomendaciones. |
κυνηγάω, κυνηγώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En busca de un aumento, Darren trabajó horas extras varias semanas seguidas. Ο Ντάρεν κυνηγούσε μια αύξηση και δούλευε υπερωρίες αρκετές εβδομάδες συνεχόμενα. |
φλερτάρω με κτ(μεταφορικά: ρισκάρω) El Gobierno llamaba (or: invitaba) al desastre al no haberse preparado para la llegada de un huracán. Η κυβέρνηση φλέρταρε με την καταστροφή, καθώς δεν είχε λάβει μέτρα προστασίας ενάντια στους τυφώνες. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Puedes recoger mi receta cuando pases por la farmacia? Θα μπορούσες να πάρεις τα φάρμακά μου καθώς περνάς από το φαρμακείο; |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voy a recoger a los chicos hoy en colegio. Θα πάρω τα παιδιά από το σχολείο με το αυτοκίνητο. |
γκουγκλάρω(®; informal) (καθομ, εμπορικό σήμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si no sabes quién es Rosalind Franklin, googléala. |
χαζεύω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sara se pasó la tarde mirando las tiendas locales. Η Σάρα πέρασε το απόγευμά της χαζεύοντας στα καταστήματα της περιοχής. |
ψάχνω σε κτ
Revisé todos mis cuadernos tratando de encontrar mi dibujo favorito de un roble. Έψαξα σε όλα τα μπλοκ ζωγραφικής προσπαθώντας να βρω το αγαπημένο μου σχέδιο με τη βελανιδιά. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Recojo a los niños de la casa de su padre los domingos a las 5 de la tarde. Την Κυριακή παίρνω τα παιδιά από τον πατέρα τους στις 5 το απόγευμα. |
ψάχνω(κάπου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "No encuentro mis llaves." "¿Te fijaste en los bolsillos?" «Δεν μπορώ να βρω τα κλειδιά μου.» «Έχεις ψάξει στις τσέπες σου;» |
υποβάλλω αίτηση για δουλειά
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi única tarea del día es solicitar empleo. |
πάω να φέρω κτ/κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dan le pidió a su hijo que fuera por algo de leche al supermercado loca. |
οργώνω τις θάλασσεςlocución verbal (μεταφορικά, λόγιος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Buscó a su hermano por cielo y tierra, hasta que dio con él. Έφαγα τον κόσμο να βρω νύφη κι αυτή τελικά έμενε δίπλα μου όλον αυτό τον καιρό. |
φέρνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si querés un vaso de agua vení a buscarlo. |
ταράζω τα νερά(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Guárdate las preocupaciones y no busques pleitos. |
προσφεύγω στη δικαιοσύνηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ψάχνω βελόνα στα άχυραexpresión (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στρέφομαι σε κπ για βοήθειαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βρίσκω καταφύγιοlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αναζητώ τροφή, συλλέγω τροφήlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los jabalíes buscan comida cerca de la ruta de senderismo, así que ten cuidado. |
ψάχνω τροφή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los zorros urbanos buscan comida en los botes de basura. Οι αλεπούδες στις πόλεις ψάχνουν τροφή σε σακούλες απορριμμάτων. |
σκανδαλοθηρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τρώω τον κόσμο, ψάχνω παντούlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Busqué las llaves por todas partes pero no estaban en ningún lado. |
ψάχνω παντού, τρώω τον κόσμο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lo buscamos por todas partes, pero no lo encontramos. |
ψάχνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) He buscado por todos lados pero no encuentro mis anteojos . Έχω ψάξει παντού, αλλά δεν βρίσκω τα γυαλιά της πρεσβυωπίας μου. |
ψαχουλεύω για να βρω κτverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Buscó los cerillos a tientas en la oscuridad para poder encender la vela. |
ψάχνω μέσα σε, αναζητώ σεlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Busqué entre mi equipaje pero no encontré mi pasaporte. |
ψάχνωlocución verbal (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Busqué a tientas las llaves de mi auto en mi bolso. Έψαξα τα κλειδιά του αυτοκινήτου μου μέσα στην τσάντα μου. |
ψάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No sé dónde puse las llaves, tendré que buscarlas por aquí. |
βρίσκω χρόνο(για κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Estoy muy ocupado, pero trataré de encontrar un tiempo para verte. |
επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύσηlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En la actualidad hay negociadores buscando la paz en Oriente Medio. |
αναζητώ καταφύγιο/προστασία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La tormenta obligó a los excursionistas a buscar refugio en una cueva. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η καταιγίδα ανάγκασε τους πεζοπόρους να αναζητήσουν καταφύγιο στη σπηλιά. Το μοναχικό παιδί αναζήτησε καταφύγιο στα βιβλία. |
πετάω τη μπάλα και μου τη φέρνει πίσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Trata de jugar a lanzarle la pelota a tu perro todas las mañanas. |
ζητώ εκδίκησηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συγκεντρώνω βοήθεια
Se está planeando un evento de recaudación de fondos para conseguir apoyo para nuestro candidato. |
καλώ, φωνάζωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Está muy enfermo, deberíamos ir a buscar a sus padres para que lo lleven a casa. |
κλήση στον βομβητή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξετάζω κπ για κτ
|
πατάσσωlocución verbal (φαινόμενο ή άτομα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El Primer Ministro estaba determinado a buscar hasta dar con los terroristas y traerlos ante la justicia. Ο πρωθυπουργός ήταν αποφασισμένος να πατάξει τους τρομοκράτες και να τους φέρει ενώπιον της δικαιοσύνης. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>locución verbal Esos patos a menudo se alimentan buscando comida con el pico en aguas poco profundas. |
βουτάω για αχιβάδες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Este tramo de la costa es el mejor lugar para buscar almejas. Αυτό το μέρος της ακτής είναι το καλύτερο για να μαζέψεις αχιβάδες. |
ψάχνω μέσα σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Revolví entre mis papeles pero no encontré el documento que quería mi jefe. Έψαξα τα χαρτιά μου αλλά δεν κατόρθωσα να βρω το έγγραφο που ήθελε το αφεντικό μου. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sara pasó a buscar a sus amigos por el aeropuerto. Η Σάρα παρέλαβε τον φίλο της από το αεροδρόμιο. |
ρίχνω μια ματιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Puedo buscar entre esa ropa vieja a ver si hay algo que me guste antes de que la tires? Μπορώ να ρίξω μια ματιά σ' αυτά τα παλιά ρούχα πριν να τα πετάξεις, μήπως υπάρχει κάτι που μου αρέσει; Το αφεντικό μου έριξε μια ματιά στα χαρτιά πριν τα υπογράψει. |
ψάχνω βαθιά μέσα μουlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¿Qué es lo que esperas realmente de la vida? Busca dentro de ti y encontrarás la respuesta. |
συνδέω(κτ με κπ/κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Karen finalmente rastreó el origen del olor: la pila de ropa de su hija adolescente. Η Κάρεν εντόπισε τελικά την πηγή της παράξενης μυρωδιάς στη στοίβα με τα ρούχα στο δωμάτιο της έφηβης κόρης της. |
ψάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jessica buscó las llaves en su oficina. Η Τζέσικα έψαξε το γραφείο της για να βρει τα κλειδιά της. |
μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμειςlocución verbal (figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Busca en lo profundo de ti mismo y verás que puedes superar cualquier miedo. |
κατακρίνω, επικρίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ψάχνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los niños pasaron la mañana buscando nidos en el campo. |
αναζήτηση σπιτιούlocución verbal (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
καταζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los amigos de Linda se sorprendieron cuando descubrieron que la policía la buscaba. |
κάνω εξονυχιστικό έλεγχο σε κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του buscando στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του buscando
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.