Τι σημαίνει το cagado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cagado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cagado στο ισπανικά.

Η λέξη cagado στο ισπανικά σημαίνει λερωμένος, λεκιασμένος, τελειωμένος, καταδικασμένος, που γαμήθηκε, κουρέλι, ράκος, χέζω, κάνω κτ χάλια, κάνω κτ απαίσιο, γαμάω, γαμώ, τα σκατώνω, σκατώνω, καταστρέφω, τα κάνω, τα κάνω, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω, τα κάνω, κάνω κακά μου, βγάζω, κάνω, καταστρέφω, χαλάω, καταστρέφω, τα κάνω, κάνω κτ χάλια, σαραβαλιασμένος, σαραβαλιασμένος, πάμπλουτος, ζάπλουτος, τρώω ξύλο, που γαμήθηκε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cagado

λερωμένος, λεκιασμένος

(vulgar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
¡No dejes los pañales cagados en el baño!
Μη ρίχνετε τις λερωμένες πάνες στην τουαλέτα.

τελειωμένος, καταδικασμένος

(coloquial) (αργκό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
A menos que el helicóptero de rescate nos encuentre antes de que se haga de noche, estamos jodidos.
Αν δεν μας βρει το ελικόπτερο διάσωσης πριν πέσει το βράδυ είμαστε τελειωμένοι.

που γαμήθηκε

(vulgar) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
La verdad es que lo que hiciste fue una cosa jodida.
Αυτό που έκανες ήταν και πολύ μαλακία.

κουρέλι, ράκος

(vulgar) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Dan volvió de la guerra hecho mierda; desde entonces ya no es el mismo.
Ο Νταν γύρισε απ' τον πόλεμο εντελώς κουρέλι, δεν είναι πια ο ίδιος.

χέζω

(αργκό, προσβλητικό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω κτ χάλια, κάνω κτ απαίσιο

(vulgar) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
¡Ojalá mis padres dejaran de cagarme la vida!
Μακάρι οι γονείς μου να σταματούσαν να κάνουν τη ζωή μου χάλια!

γαμάω, γαμώ

verbo transitivo (vulgar) (μτφ, αργκό, χυδαίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le conté la historia en secreto y ella después me cagó y se la contó a mi jefe.
Την εμπιστεύτηκα και της είπα την ιστορία και μετά με γάμησε, καθώς γύρισε και τα είπε στο αφεντικό μου.

τα σκατώνω

(υβριστικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκατώνω

verbo transitivo (καθομ, μτφ, προσβλ: κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταστρέφω

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El clima horrible realmente cagó nuestros planes del fin de semana.

τα κάνω

verbo intransitivo (vulgar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Voy al baño a cagar.
Πηγαίνω στο μπάνιο για να χέσω.

τα κάνω

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El gato cagó a la mitad del jardín.
Η γάτα έχει κάνει κακά στη μέση του γκαζόν.

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω

verbo transitivo (vulgar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Confiaba en él para hacer bien las cuentas, pero la cagó.
Βασιζόμουν σε αυτόν να κάνει σωστά τους υπολογισμούς, αλλά τα έκανε θάλασσα.

τα κάνω θάλασσα, τα κάνω μαντάρα, τα θαλασσώνω

(AR, CL, coloquial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cagué la sopa al ponerle demasiada sal.
Την έκανα εντελώς μαντάρα τη σούπα βάζοντας υπερβολικά πολύ αλάτι.

τα κάνω, κάνω κακά μου

verbo intransitivo (informal) (αργκό)

βγάζω, κάνω

(vulgar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pujó duro y cagó una mierda gigantesca.
Ζορίστηκε πολύ και έκανε μια τεράστια κουράδα.

καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χαλάω, καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hallie verdaderamente estropeó todo el proyecto cuando decidió entregar nuestro plan al jefe antes de que tuviésemos la oportunidad de revisarlo.

τα κάνω

(coloquial) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κτ χάλια

(coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Frank metió la pata por completo con la receta de galletas.

σαραβαλιασμένος

(figurado) (κυρίως αυτοκίνητα)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

σαραβαλιασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ricardo tiene un camión destartalado.
Ο Ρικ οδηγάει ένα σαράβαλο ημιφορτηγό.

πάμπλουτος, ζάπλουτος

locución adjetiva (coloquial)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρώω ξύλο

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Por su ojo morado y su nariz sangrando, todo el mundo supo que había recibido una paliza en la pelea.
Από το μαυρισμένο του μάτι και τη ματωμένη μύτη όλοι κατάλαβαν ότι έφαγε ξύλο.

που γαμήθηκε

locución adjetiva (CL, vulgar) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
¡No voy a salir con un tipo cagado de la cabeza como él nunca más!
Δεν θα συναναστραφώ ξανά με ένα τύπο που γαμήθηκε έτσι!

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cagado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.