Τι σημαίνει το caixa στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης caixa στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του caixa στο πορτογαλικά.
Η λέξη caixa στο πορτογαλικά σημαίνει κουτί, ταμίας, κουτί, γραμματοκιβώτιο, κουτί, ταμίας, ταμείο, ταμπούρο, συλλογή, ταμείο, σελίδα πληρωμής, κουτί, χαρτόκουτο, κάβα, πακέτο, ταμίας, σπιρτόκουτο, κουτί, κάσα, κας, συσκευασία, κιβώτιο, υπάλληλος, μπαούλο, σεντούκι, λογιστικό βιβλίο, γραμματοκιβώτιο, κιβώτιο ταχυτήτων, δεξαμενή, κεφαλαία, πεζά γράμματα, χρηματοκιβώτιο, υπάλληλος τραπέζας, ηχείο, δεξαμενή, πτυχίο επιπέδου Bachelor of Arts, ταμείο, θησαυροφυλάκιο, κιβώτιο ταχυτήτων, δακτυλιδοθήκη, δαχτυλιδοθήκη, με χειροκίνητο χύσιμο νερού, γραμματοκιβώτιο, ΑΤΜ, κιβώτιο ταχυτήτων, ταμπακιέρα, γραμματοθυρίδα, εργαλειοθήκη, σπιρτόκουτο, σκάμμα με άμμο, εργαλειοθήκη, κιβώτιο, θωρακικός κλωβός, αμμοδόχος, θήκη αλληλογραφίας, σκουπιδοφάγος, γραμματοκιβώτιο, κουτί σπίρτα, εξερχόμενα, θήκη χαπιών, καπάκι, ψωμιέρα, ΑΤΜ, καπελιέρα, ταμπακιέρα, καλάθι, κιβώτιο, κουτί, ασφαλειοθήκη, θωρακικός κλωβός, κουτί παπουτσιών, ηχοσύστημα μπας ρεφλέξ, κουτί με σοκολατάκια, χελώνα, ψωμιέρα, συρτάρι ταμείου, ρευστότητα, ταμειακή μηχανή, τουαλέτα γάτας, κουτί πούρων, θήκη για πούρα, φρεάτιο ανελκυστήρα, κουτί στο οποίο αποθηκεύεται το δόλωμα, σακούλα με δώρα, μουσικό κουτί, κουτί εισφορών για τους φτωχούς, κουτί με εξαρτήματα ραπτικής, εργαλειοθήκη, θήκη βιολιού, πύργος υδροδεξαμενής, ταμίας, ελατήριο, μηχάνημα αυτόματων αναλήψεων, ταχυδρομική θυρίδα, ταχυδρομική θυρίδα, ΑΤΜ, κουτί για δωρεές, κουτί για έρανο, δοχείο κομποστοποίησης, χάρτινη συσκευασία αυγών, κουτί δώρου, ATM. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης caixa
κουτίsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Duane abriu a caixa com a faca. |
ταμίαςsubstantivo masculino, substantivo feminino (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Anna trabalhava como caixa em meio período durante o ensino médio. Η Άννα δούλευε ως ταμίας μερικής απασχόλησης στο λύκειο. |
κουτίsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ele comeu a caixa inteira de chocolates. Έφαγε ολόκληρο το κουτί με τα σοκολατάκια. |
γραμματοκιβώτιοsubstantivo feminino (correio) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O correio é retirado dessa caixa todas as tardes. |
κουτί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Arthur bebeu uma caixa de leite no almoço. Ο Άρθουρ ήπιε ένα κουτί γάλα με το μεσημεριανό του. |
ταμίαςsubstantivo masculino (de banco) (τράπεζας) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) O caixa pediu o número da minha conta, Ο ταμίας ζήτησε τον αριθμό του τραπεζικού μου λογαριασμού. |
ταμείοsubstantivo masculino (loja) (σε μαγαζί) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Acho que deixei minha carteira no caixa. Νομίζω πως άφησα το πορτοφόλι μου στο ταμείο. |
ταμπούρο(instrumento de percussão) (είδος τυμπάνου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συλλογήsubstantivo feminino (coleção em CD e DVD de programa) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταμείοsubstantivo masculino (de loja) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σελίδα πληρωμήςsubstantivo masculino (on-line) (στο διαδίκτυο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Vá para o checkout e insira os dados do seu cartão de crédito. Πήγαινε στη σελίδα πληρωμής και καταχώρησε τις πληροφορίες της πιστωτικής σου κάρτας. |
κουτίsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Esse vinho é tão bom que eu poderia tomar a caixa inteira! |
χαρτόκουτοsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κάβαsubstantivo feminino (no baralho) (ζαργκόν) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πακέτοsubstantivo feminino (de papelão) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Poderia colocar em uma caixa para eu levar? |
ταμίαςsubstantivo feminino (σε σούπερ μάρκετ) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
σπιρτόκουτοsubstantivo feminino (de fósforos) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Você tem uma caixa de fósforos que eu possa usar para acender as velas. |
κουτίsubstantivo feminino (για γάλα, χυμό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κάσαsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Você não pode comprar uma única garrafa de vinho aqui. Nós vendemos apenas em caixa. |
καςsubstantivo feminino (moeda asiática) (ασιατικό νόμισμα) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
συσκευασίαsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Uma cartela de ovos e uma garrafa de leite estavam no balcão. Μια καρτέλα αυγών και ένα μπουκάλι γάλα ήταν στον πάγκο. |
κιβώτιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Earl comprou um caixote de laranjas no mercado. Ο Ερλ αγόρασε ένα κιβώτιο πορτοκάλια στην αγορά. |
υπάλληλος(γενικά) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Terrence trabalha como caixa no banco. |
μπαούλο, σεντούκι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Guardamos cobertores naquele velho baú perto da cama. |
λογιστικό βιβλίοsubstantivo masculino |
γραμματοκιβώτιοsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A caixa postal fica na porta do escritório. |
κιβώτιο ταχυτήτωνsubstantivo feminino (automóvel) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) A caixa de câmbio do meu carro é muito dura, e fica emperrada na 4ª marcha. |
δεξαμενή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quando eles chegaram na casa de férias, os Smith ligaram a água e ouviram o tanque se encher. Όταν έφτασαν στο εξοχικό τους, οι Σμιθ άνοιξαν την παροχή του νερού και άκουσαν τη δεξαμενή στη σοφίτα που άρχισε να γεμίζει. |
κεφαλαία(γράμματα) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
πεζά γράμματα(letra pequena) |
χρηματοκιβώτιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
υπάλληλος τραπέζας
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
ηχείο(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δεξαμενή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πτυχίο επιπέδου Bachelor of Arts
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταμείο(BRA) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O caixa pegou o meu troco da registradora. Ο ταμίας πήρε τα ρέστα μου απ' το ταμείο. |
θησαυροφυλάκιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O gerente do banco abriu o cofre. Ο διευθυντής της τράπεζας ξεκλείδωσε το θησαυροφυλάκιο. |
κιβώτιο ταχυτήτων(carro) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δακτυλιδοθήκη, δαχτυλιδοθήκη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
με χειροκίνητο χύσιμο νερούlocução adjetiva (vaso sanitário: com caixa de descarga) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γραμματοκιβώτιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το γραμματοκιβώτιο αδειάζεται δυο φορές τη μέρα. |
ΑΤΜ(BRA) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κιβώτιο ταχυτήτων(carro) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ταμπακιέραsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γραμματοθυρίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εργαλειοθήκη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σπιρτόκουτο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκάμμα με άμμο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εργαλειοθήκη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κιβώτιο(ως ποσότητα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μας έφεραν ένα κιβώτιο βιβλία και δεν ξέραμε που να τα βάλουμε. |
θωρακικός κλωβός(επίσημο, ιατρικός όρος) |
αμμοδόχος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θήκη αλληλογραφίας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
σκουπιδοφάγος(συσκευή) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
γραμματοκιβώτιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κουτί σπίρτα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εξερχόμενα
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
θήκη χαπιώνsubstantivo feminino (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καπάκι(έγχορδου μουσικού οργάνου) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψωμιέραsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ΑΤΜsubstantivo masculino (συντομογραφία) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
καπελιέρα(θήκη καπέλου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταμπακιέρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλάθιsubstantivo feminino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κιβώτιο, κουτί
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ασφαλειοθήκη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θωρακικός κλωβόςsubstantivo feminino (επίσημο, ιατρικός όρος) |
κουτί παπουτσιών
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ηχοσύστημα μπας ρεφλέξ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κουτί με σοκολατάκια
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
χελώνα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ψωμιέραsubstantivo feminino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συρτάρι ταμείου
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ρευστότητα(movimento de entrada e saída de dinheiro de uma empresa) (επιχειρήσεις) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ταμειακή μηχανή
|
τουαλέτα γάτας(para gatos) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κουτί πούρων
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
θήκη για πούρα(caixa para levar) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φρεάτιο ανελκυστήρα(elevador) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κουτί στο οποίο αποθηκεύεται το δόλωμα(pesca: caixa para guardar iscas) (ψάρεμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σακούλα με δώρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μουσικό κουτί(caixa que toca música mecânica) |
κουτί εισφορών για τους φτωχούς(caixa coletora para caridade) (εκκλησία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κουτί με εξαρτήματα ραπτικής(caixa tecida para acessórios de costura) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εργαλειοθήκη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θήκη βιολιού
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πύργος υδροδεξαμενής(estrutura alta usada como reservatório) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ταμίας(profissional) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
ελατήριο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μηχάνημα αυτόματων αναλήψεων(BRA) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Eu terei de sacar algum dinheiro do caixa automático antes de ir às compras. Πριν πάω για ψώνια, πρέπει να πάρω μερικά χρήματα από το μηχάνημα αυτόματων αναλήψεων. |
ταχυδρομική θυρίδα(Τ.Θ.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Preferia que você o mandasse para minha caixa postal ao invés da minha casa. |
ταχυδρομική θυρίδαsubstantivo feminino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) H FedEx δεν παραδίδει δέματα σε διευθύνσεις με ταχυδρομική θυρίδα. |
ΑΤΜ
Eu não consegui sacar dinheiro porque o caixa eletrônico não estava funcionando. |
κουτί για δωρεές, κουτί για έρανο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δοχείο κομποστοποίησης
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
χάρτινη συσκευασία αυγών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κουτί δώρου(embrulho decorativo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ATMsubstantivo masculino (Reino Unido, figurado) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του caixa στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του caixa
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.