Τι σημαίνει το maior στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης maior στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του maior στο πορτογαλικά.

Η λέξη maior στο πορτογαλικά σημαίνει μεγαλύτερος, μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος, ενήλικος, απώτερος, μεγαλύτερος, ο μεγαλύτερος, μεγαλύτερος, καλύτερος, μεγαλύτερος, μεγαλύτερος, μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός, ματζόρε, ματζόρε, σε ματζόρε, μεγαλύτερος, ενήλικας, μεγαλύτερος, μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος, μεγαλύτερος, σπουδαιότερος, σημαντικότερος, μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος, μεγαλύτερος από κπ/κτ, πιο σπουδαίος από κπ/κτ, πιο σημαντικός από κπ/κτ, σπουδαιότερος από κπ/κτ, σημαντικότερος από κπ/κτ, σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο, κυρίως, πλειοδοτώ, ο περισσότερος, ολοένα αυξανόμενος, προσωπικό, καλύτερος, που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία, στη διαπασών, σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο, συνήθως, με άριστα, κορίτσι που μόλις ενηλικιώθηκε, πλειοδότηση, πρώτη προτεραιότητα, Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείου, ανωτέρα βία, μέγιστη πιθανότητα, Μεγάλη Άρκτος, αύξηση προσφοράς, μερίδα του λέοντος, πολύ πάνω από, πολύ περισσότερο από, συζητάω περαιτέρω, ψέλνω τον εξάψαλμο, κάνω μεγάλο κόπο, απλώνω τα πόδια μου πέρα από το πάπλωμά μου, προτρέχω, πολύ καλύτερος, πενταπλάσιος, πιο μακριά, κατ' αύξουσα σειρά, σχεδόν όλος, σχεδόν ολόκληρος, Ιάκωβος, υπεύθυνος πολιτικού γραφείου, θεομηνία, άτομο με τα μεγαλύτερα κέρδη, όσο ... και να είναι, σχεδόν, μετακομίζω σε μεγαλύτερο σπίτι, είμαι πολύ μεγάλος για κτ, πάνω από, συνεχώς αυξανόμενος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης maior

μεγαλύτερος

adjetivo (σε μέγεθος, ποσότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tóquio é uma das maiores cidades do mundo.
Το Τόκιο είναι μια από τις μεγαλύτερες πόλεις στον κόσμο.

μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος

adjetivo (σε μέγεθος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Este é nosso maior cômodo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Κέρδισαν με τη μεγαλύτερη (or: μέγιστη) πλειοψηφία που έχει καταγραφεί. Αυτό είναι το πιο μεγάλο (or: μεγαλύτερο) δωμάτιό μας.

ενήλικος

adjetivo (de idade)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

απώτερος

(σκοπός, στόχος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεγαλύτερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
O mapa sugere que Seattle é maior do que Cleveland.
Σύμφωνα με τον χάρτη, η επιφάνεια του Σιάτλ είναι μεγαλύτερη από του Κλήβελαντ.

ο μεγαλύτερος

adjetivo

A maior crescimento econômico foi visto na Ásia, no último trimestre.
Η μεγαλύτερη οικονομική ανάπτυξη παρατηρήθηκε στην Ασία το τελευταίο τρίμηνο.

μεγαλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A nossa maior preocupação é que o dinheiro acabe.
Η μεγαλύτερή μας ανησυχία είναι ότι θα τελειώσουν τα χρήματα.

καλύτερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεγαλύτερος

substantivo masculino (για μέγεθος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Não me importa como você divide os quartos, mas eu quero o maior.
Δε μ' ενδιαφέρει πώς θα δώσεις τα δωμάτια, εγώ όμως θέλω το μεγαλύτερο.

μεγαλύτερος

adjetivo (mais velho)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Minha irmã maior sempre é maldosa comigo.
Η μεγαλύτερη αδερφή μου είναι πάντα κακιά μαζί μου.

μεγάλος, σπουδαίος, σημαντικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A nona sinfonia de Beethoven é uma das maiores peças musicais desta era.
Η Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν είναι ένα από τα μεγάλα έργα της εποχής του.

ματζόρε

adjetivo (nota musical)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Esta canção está escrita em C maior.
Αυτό το τραγούδι έχει γραφτεί σε Ντο ματζόρε (or: μείζονα).

ματζόρε

adjetivo (música: escala)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Eu preciso praticar minha escala de F maior no piano.
Πρέπει να κάνω εξάσκηση στην κλίμακα Λα ματζόρε (or: μείζονα) στο πιάνο.

σε ματζόρε

adjetivo (clave musical)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O Canon em D maior de Pachelbel é uma peça famosa.
Ο Κανόνας σε Ρε ματζόρε (or: μείζονα) του Πάχαλμπελ είναι ένα πολύ γνωστό κομμάτι.

μεγαλύτερος

adjetivo (a maior parte)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Já concluímos a maior parte do caminho até lá.
Έχουμε ήδη ολοκληρώσει το μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής.

ενήλικας

adjetivo (maior de idade)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Um maior é uma pessoa que atingiu a idade adulta.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ενήλικας είναι αυτός που έχει κλείσει τα 18 του χρόνια.

μεγαλύτερος

adjetivo (αριθμός, ποσότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Insira sua renda ou $20.000, qual for maior.
Συμπληρώστε το εισόδημά σας ή $20.000, οποιοδήποτε ποσό είναι μεγαλύτερο.

μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος

adjetivo (σε αριθμό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Os maiores aumentos em empregos foram vistos no Nordeste. A maior margem de vitória do time foi de treze.
Οι μεγαλύτερες (or: πιο μεγάλες) αυξήσεις σε θέσεις εργασίας έγιναν στα Νοτιοανατολικά.

μεγαλύτερος, σπουδαιότερος, σημαντικότερος

adjetivo (σε σπουδαιότητα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A maior (or: principal) contribuição do João para a ciência foi o seu último livro.
Η μεγαλύτερη (or: σπουδαιότερη) συνεισφορά του στην επιστήμη ήταν το τελευταίο του βιβλίο.

μεγαλύτερος, μέγιστος, πιο μεγάλος

substantivo masculino

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Temos três quartos disponíveis; vou reservar o maior para você. Temos diversos grandes parques, e este é nosso maior.
Έχουμε τρία δωμάτια ελεύθερα· θα σας κρατήσω το μεγαλύτερο (or: πιο μεγάλο). Έχουμε αρκετά μεγάλα πάρκα και αυτό είναι το μεγαλύτερο (or: πιο μεγάλο).

μεγαλύτερος από κπ/κτ

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando ele ficar mais velho, será maior que seu pai.

πιο σπουδαίος από κπ/κτ, πιο σημαντικός από κπ/κτ, σπουδαιότερος από κπ/κτ, σημαντικότερος από κπ/κτ

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os Beatles foram maiores que Elvis.

σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο

(largamente, em grande escala)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κυρίως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
As vítimas eram principalmente mulheres e crianças.
Τα θύματα ήταν κυρίως γυναίκες και παιδιά.

πλειοδοτώ

(em uma licitação)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ο περισσότερος

A maioria da sopa foi tomada.
Η περισσότερη (or: Η πιο πολλή) σούπα έχει φαγωθεί.

ολοένα αυξανόμενος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσωπικό

substantivo masculino (unidade operativa militar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O estado-maior militar cuida dos problemas administrativos.

καλύτερος

(ποιοτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta é a melhor farinha disponível para fazer pão.

που συγκέντρωσε τη μεγαλύτερη βαθμολογία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στη διαπασών

(ήχος, μουσική)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο

(extremamente, grandemente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συνήθως

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu mal consigo entender o que ele diz na maior parte do tempo.
Συνήθως καταλαβαίνω με το ζόρι τι λέει.

με άριστα

expressão (título acadêmico)

κορίτσι που μόλις ενηλικιώθηκε

locução adjetiva

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Ela era quase maior de idade quando eles dormiram juntos pela primeira vez.

πλειοδότηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρώτη προτεραιότητα

substantivo feminino

Αρχηγός Στρατιωτικού Επιτελείου

(oficial militar)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ανωτέρα βία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μέγιστη πιθανότητα

substantivo feminino

Μεγάλη Άρκτος

substantivo feminino (constelação)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αύξηση προσφοράς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μερίδα του λέοντος

substantivo feminino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πολύ πάνω από, πολύ περισσότερο από

advérbio (consideravelmente maior ou mais que)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συζητάω περαιτέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψέλνω τον εξάψαλμο

(repreender alguém severamente) (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω μεγάλο κόπο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απλώνω τα πόδια μου πέρα από το πάπλωμά μου

expressão verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προτρέχω

(expressão)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πολύ καλύτερος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Suas chances de conseguir um emprego são muito melhores se você tiver habilidade com um computador.
Οι πιθανότητες να βρεις δουλειά είναι πολύ μεγαλύτερες αν έχεις δεξιότητες χρήσης υπολογιστών.

πενταπλάσιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πιο μακριά

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κατ' αύξουσα σειρά

expressão verbal (ακολουθεί γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σχεδόν όλος, σχεδόν ολόκληρος

locução pronominal

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Levamos a maior parte da manhã para terminar o serviço.
Μας πήρε σχεδόν όλο το πρωί να τελειώσουμε τη δουλειά.

Ιάκωβος

(personagem bíblico, apóstolo)

υπεύθυνος πολιτικού γραφείου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

θεομηνία

(Direito)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άτομο με τα μεγαλύτερα κέρδη

(pessoa que ganha mais dinheiro)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όσο ... και να είναι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Por mais que chova, vamos sair assim mesmo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν μπορούμε να αποδεχτούμε λάθη, όσο μικρά και να είναι.

σχεδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Já terminamos a maior parte do projeto.
Έχουμε σχεδόν τελειώσει το έργο.

μετακομίζω σε μεγαλύτερο σπίτι

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είμαι πολύ μεγάλος για κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πάνω από

(idade)

No Reino Unido você precisa ser maior de dezoito anos para comprar bebida alcoólica. Espera-se que a participação na votação seja maior do que 80% para esta eleição.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, πρέπει να είσαι πάνω από δεκαοκτώ για να αγοράσεις αλκοόλ. Η συμμετοχή στις εκλογές αναμένεται να είναι πάνω από 80% για αυτές τις εκλογές.

συνεχώς αυξανόμενος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του maior στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.