Τι σημαίνει το caminhar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης caminhar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του caminhar στο πορτογαλικά.

Η λέξη caminhar στο πορτογαλικά σημαίνει περπατάω, περπατώ, κάνω έναν περίπατο, προχωρώ αργά και σταθερά, κάνω περίπατο για να κάψω κτ, περπατάω, περπατώ, πλατσουρίζω, τσαλαβουτάω, τσαλαβουτώ, περπατάω, περπατώ, περπάτημα, βάδισμα, το κόβω με τα πόδια, κάνω πεζοπορία, κάνω περίπατο, προχωρώ σε οργανωμένη διάταξη, μπότες ορειβασίας, μπότες πεζοπορίας, περπατάω βαριά, κάνω γρήγορο βάδισμα, περπατώ κατά μήκος, περπατάω με θόρυβο, περπατώ στη σελήνη, περπατάω καμαρωτά, περπατώ δίπλα σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης caminhar

περπατάω, περπατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Você gostaria de dirigir ou andar?
Προτιμάς να οδηγείς ή να περπατάς;

κάνω έναν περίπατο

(andar em passo vagaroso e tranquilo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προχωρώ αργά και σταθερά

(figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω περίπατο για να κάψω κτ

(calorias, gordura: queimar andando) (μτφ: λίπος, θερμίδες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Έφαγα ένα βαρύ μεσημεριανό οπότε υποθέτω ότι θα είναι καλύτερα να πάω έναν περίπατο για να το κάψω.

περπατάω, περπατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Irene caminhou toda a distância daqui até a casa do irmão.
Η Ιρένε περπάτησε όλη τη διαδρομή από εδώ μέχρι το σπίτι του αδερφού της.

πλατσουρίζω, τσαλαβουτάω, τσαλαβουτώ

(na praia)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Τα παιδιά πήραν τα κουβαδάκια και τα φτυαράκια τους στην παραλία για να πλατσουρίσουν στη θάλασσα.

περπατάω, περπατώ

verbo transitivo (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Enquanto passava pelo caminho, Charlotte pensou em todas as pessoas que deviam ter pisado ali antes dela. Aquele homem é o maior canalha que já pisou nessa terra.
Ενώ περπατούσε στο μονοπάτι η Σάρλοτ σκεφτόταν όλους τους ανθρώπους που πρέπει να το έχουν περπατήσει πριν από εκείνη.

περπάτημα, βάδισμα

substantivo masculino (maneira de andar)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

το κόβω με τα πόδια

(gíria) (ανεπίσημο, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hanna furou o pneu, por isso ela teve de andar para o trabalho.
Της Χάννα της έσκασε το λάστιχο, και έτσι έπρεπε να πάει με τα πόδια στη δουλειά της.

κάνω πεζοπορία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Larry fazia trilha na floresta nas cercanias da cidade depois do trabalho.
Ο Λάρι έκανε πεζοπορία στο δάσος έξω από την πόλη μετά τη δουλειά.

κάνω περίπατο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aos domingos, o casal gostava de passear a pé pelo parque.

προχωρώ σε οργανωμένη διάταξη

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Τα τέσσερα αγόρια ακολουθούσαν συντεταγμένα όλα μαζί τη μαμά τους στους διαδρόμους του σουπερμάρκετ.

μπότες ορειβασίας, μπότες πεζοπορίας

περπατάω βαριά

κάνω γρήγορο βάδισμα

(exercício: andar rápido) (για άσκηση)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περπατώ κατά μήκος

(andar pela extensão de algo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περπατάω με θόρυβο

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O jovem homem caminhava pesadamente pela rua.
Ο νεαρός άντρας περπατούσε με βαριά βήματα στον δρόμο.

περπατώ στη σελήνη

locução verbal (literal)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περπατάω καμαρωτά

(com passos curtos)

Keila andava delicadamente pela rua em saltos altos.
Η Κέσλεϋ κατέβαινε καμαρωτά τον δρόμο με τα ψηλοτάκουνά της.

περπατώ δίπλα σε κτ

(dar uma volta ao lado de) (έμφαση στον τρόπο μετακίνησης)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του caminhar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.