Τι σημαίνει το caminho στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης caminho στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του caminho στο πορτογαλικά.

Η λέξη caminho στο πορτογαλικά σημαίνει κατεύθυνση, δρόμος, δρόμος, δρόμος, διαδρομή, πορεία, δρόμος, μονοπάτι, μονοπάτι, δρομάκι, τυχαίνει σε κπ, διαδρομή, δρόμος, μονοπάτι, διαδρομή, δρόμος, δρόμος, δρόμος, κατεύθυνση, μονοπάτι, μονοπάτι, δρόμος, δρόμος για κτ, επακόλουθο, μονοπάτι, βόλτα στην εξοχή, μπαίνω με το ζόρι, σιδηρόδρομος, μικρο-, ψιλο-, δίνω προτεραιότητα σε κτ/κπ, κάνω το χατήρι, βγάζω άκρη, που πηγαίνει σπίτι, που επιστρέφει σπίτι, στη μέση, που επιστρέφει σπίτι, που γυρνάει σπίτι, στη μέση της διαδρομής, στα μισά του δρόμου, στην άκρη, στη διαδρομή, καθ'οδόν, καθ'οδόν, καθοδόν, πολύ πιο κάτω, σε όλη την διαδρομή, ολόκληρη την απόσταση, στο σωστό δρόμο, χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη, ευυπόληπτα, κατά τη διάρκεια, αυτό είναι, είσοδος, σιδηρόδρομος, παρόχθιο μονοπάτι, μονοπάτι κήπου, ταλαιπωρία, δοκιμασία, μικρή/κοντινή απόσταση, ο γρηγορότερος δρόμος, η συντομότερη διαδρομή, απότομο/απόκρημνο μονοπάτι, απότομη κλίση, πέτρα σε ποτάμι για πέρασμα, μεγάλη απόσταση, σημαντική απόσταση, κατήφορος, λεπτή γραμμή τριχοφυίας χαμηλά στην κοιλιά, δρόμος, στενά, σωστός δρόμος, τραβέρσα, κοντινή απόσταση, ο δρόμος της αρετής, ηθικολογία, καθ' οδόν για, με κατεύθυνση,με προορισμό, περνάω σπρώχνοντας, ανοίγω το δρόμο, δείχνω το δρόμο, προχωράω, προχωρώ, προχωράω αργά, φεύγω από τη μέση, βγαίνω από τη μέση, δείχνω τον δρόμο, ανοίγω το δρόμο για κπ/κτ, δείχνω το δρόμο, δείχνω το δρόμο, ανοίγω το δρόμο, αποφεύγω, ανοίγω δρόμο, αλλάζω κατεύθυνση, προετοιμάζω το έδαφος, σταματάω, σταματώ, σπρώχνω κπ για να κάνει στην άκρη, δείχνω το δρόμο, ανοίγω το δρόμο, παραμένω στην πορεία, είμαι καθ' οδόν, κάνω πεζοπορία, δίνω οδηγίες, μέσος, στη μέση της διαδρομής, στη διαδρομή, στη πορεία, καθ'οδόν,σε περιοδεία, καθ' οδόν, ολόκληρη την απόσταση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης caminho

κατεύθυνση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Que caminho você tomou para chegar aqui?
Ποια κατεύθυνση πήρες για να πας εκεί;

δρόμος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Há um caminho pelas montanhas a 10 km ao sul daqui.
Υπάρχει ένας δρόμος μέσα από τα βουνά δέκα χιλιόμετρα νότια από εδώ.

δρόμος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Não sei o caminho para a farmácia.
Δεν γνωρίζω τον δρόμο για το φαρμακείο.

δρόμος

substantivo masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O caminho para Boston é uma grande rodovia.

διαδρομή, πορεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O cavalo conhecia a rota para casa perfeitamente.
Το άλογο γνώριζε άψογα τον δρόμο για το σπίτι.

δρόμος

(figurado)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A trilha para o sucesso tem muitos buracos.
Ο δρόμος προς την επιτυχία έχει πολλές λακκούβες.

μονοπάτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Siga a trilha na floresta.

μονοπάτι, δρομάκι

(caminho de pedestre)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Υπάρχει ένα δρομάκι που συνδέει το πάρκινγκ με το εμπορικό κέντρο.

τυχαίνει σε κπ

substantivo masculino

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Essa é a pior coisa que já apareceu no meu caminho. Sinto que a sorte surgirá em breve.
Είναι ό,τι χειρότερο μου έτυχε ποτέ.

διαδρομή

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O caminho é bom até o rio, depois fica pesado.

δρόμος

substantivo feminino (figurado, curso de ação) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μονοπάτι

(lugar privado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Το μονοπάτι ελίσσεται ανάμεσα στους κήπους και καταλήγει στο ποτάμι.

διαδρομή

substantivo masculino (rota)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O trajeto de Paddington a Penzance dura quase seis horas.

δρόμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O caminho para a casa era ladeado por árvores.

δρόμος

(via)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Não pegue o caminho errado ou nos perderemos.

δρόμος

(figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ela está no caminho da felicidade.

κατεύθυνση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fomos na direção errada e nos perdemos completamente.
Πήραμε λάθος κατεύθυνση και χαθήκαμε για τα καλά.

μονοπάτι

(caminho)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Se você gosta de caminhar, há um monte de trilhas excelentes por aqui.
Άμα σου αρέσει η πεζοπορία υπάρχουν πολλά ωραία μονοπάτια εδώ γύρω.

μονοπάτι

(caminho) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δρόμος

(caminho)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Qual estrada devo pegar para chegar a Atenas?

δρόμος για κτ

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επακόλουθο

substantivo masculino (resultado)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
No rastro da tempestade, muitas pessoas ficaram desabrigadas.
Ως επακόλουθο του τυφώνα πολλοί έμειναν άστεγοι.

μονοπάτι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Há uma trilha que leva do portão até a porta da frente.
Υπάρχει ένα μονοπάτι που οδηγεί από την πύλη στην εξώπορτα.

βόλτα στην εξοχή

(trilha campestre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπαίνω με το ζόρι

(entrar à força)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σιδηρόδρομος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
A companhia sempre usa a ferrovia para transportar seus produtos.
Η εταιρεία χρησιμοποιεί πάντοτε το τρένο για την αποστολή των προϊόντων της.

μικρο-, ψιλο-

Νομίζω ότι ο τσακωμός που είχες με τη γυναίκα σου ήταν απλά ένα μικροκαυγαδάκι.

δίνω προτεραιότητα σε κτ/κπ

(direção: dar prioridade)

κάνω το χατήρι

(algo ou alguém) (σε κάποιον)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω άκρη

(figurado: abrir caminho por) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που πηγαίνει σπίτι, που επιστρέφει σπίτι

(indo para casa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στη μέση

locução adjetiva (για εμπόδια)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

που επιστρέφει σπίτι, που γυρνάει σπίτι

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στη μέση της διαδρομής

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Nós voltamos até a metade do caminho por causa da neve.
Γυρίσαμε πίσω στα μισά του δρόμου εξαιτίας του χιονιού.

στα μισά του δρόμου

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στην άκρη

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στη διαδρομή

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nós vamos dirigir até as montanhas, mas iremos parar para tomar um café pelo caminho.
Οδηγούμε προς τα βουνά, αλλά θα σταματήσουμε για καφέ στη διαδρομή.

καθ'οδόν

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

καθ'οδόν

locução adverbial (viajando)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθοδόν

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Nós paramos no caminho e tiramos fotos.
Κάναμε μια στάση καθοδόν και βγάλαμε φωτογραφίες.

πολύ πιο κάτω

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε όλη την διαδρομή

locução adverbial (durante toda a jornada)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ολόκληρη την απόσταση

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele acabou de correr uma maratona e estava descalço o caminho todo.
Μόλις έτρεξε σε ένα μαραθώνιο και δε φορούσε παπούτσια για ολόκληρη την απόσταση.

στο σωστό δρόμο

locução adverbial (literal) (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χρειάζεται πολλή προσπάθεια ακόμη

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Brad foi bem no teste, mas ainda há um longo caminho percorrer antes que ele passe de ano.

ευυπόληπτα

(figurado)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

κατά τη διάρκεια

locução adverbial (figurado) (με γενική)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αυτό είναι

interjeição (figurado: exatamente o necessário)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είσοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sara estacionou o carro na entrada da garagem.
Η Σάρα πάρκαρε το αμάξι της στο δρομάκι.

σιδηρόδρομος

(BRA)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

παρόχθιο μονοπάτι

(caminho que margeia um canal)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μονοπάτι κήπου

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele não notou as flores brilhantes enquanto caminhava pelo caminho do jardim.

ταλαιπωρία, δοκιμασία

(experiência difícil)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μικρή/κοντινή απόσταση

(distância pequena)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ο γρηγορότερος δρόμος, η συντομότερη διαδρομή

substantivo masculino

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απότομο/απόκρημνο μονοπάτι

(caminho levemente em declive)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απότομη κλίση

(inclinação)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πέτρα σε ποτάμι για πέρασμα

substantivo masculino (pedra usada como caminho para cruzar rio ou mar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεγάλη απόσταση, σημαντική απόσταση

(figurado, distância considerável)

Δεν είμαι σίγουρος ότι θα δεχόμουν μια δουλειά εκεί· είναι σε μεγάλη απόσταση από την οικογένειά μου. Έχουμε να καλύψουμε σημαντική απόσταση, πριν θεωρηθεί ολοκληρωμένο αυτό το πρότζεκτ.

κατήφορος

(algo que inevitavelmente terminará mal) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

λεπτή γραμμή τριχοφυίας χαμηλά στην κοιλιά

(informal, linha de cabelo no peito e barriga)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δρόμος

substantivo masculino (figurado) (μεταφορικά: προς κάτι)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

στενά

expressão (caminho confuso) (στην πόλη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Θέλησα να κόψω δρόμο, αλλά μπλέχτηκα στους χωραφόδρομους και τελικά έκανα μια ώρα να φτάσω σπίτι μου.

σωστός δρόμος

(μεταφορικά)

τραβέρσα

substantivo masculino (faixa de tecido usada para decorar uma mesa)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοντινή απόσταση

(distância que pode ser facilmente percorrida)

ο δρόμος της αρετής

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ηθικολογία

substantivo masculino (figurado)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καθ' οδόν για

locução prepositiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με κατεύθυνση,με προορισμό

locução adverbial (com destino a)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περνάω σπρώχνοντας

locução verbal

ανοίγω το δρόμο, δείχνω το δρόμο

expressão verbal (figurado) (μεταφορικά: πρωτοπόρος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προχωράω, προχωρώ

expressão verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

προχωράω αργά

expressão

φεύγω από τη μέση, βγαίνω από τη μέση

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δείχνω τον δρόμο

expressão

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανοίγω το δρόμο για κπ/κτ

expressão (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δείχνω το δρόμο

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δείχνω το δρόμο

expressão (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανοίγω το δρόμο

(figurado, facilitar) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποφεύγω

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω δρόμο

locução verbal (κυριολεκτικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αλλάζω κατεύθυνση

(tomar rumo diferente)

προετοιμάζω το έδαφος

(condicionar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Τα μεγαλύτερα παιδιά συνήθως προετοιμάζουν το έδαφος για τα νεότερα αδέρφια τους, στα οποία δίνεται μεγαλύτερη ελευθερία και λιγότερες ευθύνες.

σταματάω, σταματώ

expressão (figurado, informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπρώχνω κπ για να κάνει στην άκρη

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δείχνω το δρόμο, ανοίγω το δρόμο

expressão verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραμένω στην πορεία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι καθ' οδόν

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tim está a caminho e chegará logo.

κάνω πεζοπορία

expressão verbal (σε δάσος)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω οδηγίες

locução verbal (indicar a direção, rumo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μέσος

locução adverbial

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Estamos no meio do caminho em nosso levantamento de fundos.

στη μέση της διαδρομής

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στη διαδρομή, στη πορεία

locução adverbial (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
O casamento durou 40 anos, com muitos altos e baixos ao longo do caminho.
Ο γάμος τους κράτησε 40 χρόνια, με πολλά σκαμπανεβάσματα στην πορεία.

καθ'οδόν,σε περιοδεία

locução adverbial (de passagem)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθ' οδόν

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Finalmente todos estavam no carro e estávamos a caminho.

ολόκληρη την απόσταση

locução adverbial (a distância toda)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του caminho στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του caminho

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.