Τι σημαίνει το caña στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης caña στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του caña στο ισπανικά.
Η λέξη caña στο ισπανικά σημαίνει καλάμι, αστυφύλακας, μπάτσος, μπατσίνα, στενή, φυλακή, γκρίζα μαλλιά, Κανά, πλεκτό καλάμι, στενή, ζαχαροκάλαμο, στενή, μπουζού, άξονας, βλαστός, ξυλοδαρμός, μπουζού, ψειρού, φυλάκα, στενή, φυλακή, ντετέκτιβ, επίπτωση, κρατητήριο, μπασκίνας, μπασκίνα, μπάτσος, μπατσίνα, στενή, στενή, μπάτσος, μπατσίνα, στενή, ψιρού, μπουζού, στενή, είμαι τέλειος, μπίρα, μπύρα, μπύρα, μπίρα, στενή, μπάτσοι, φυλακή, μπίρα, ποδιά, που έχουν αρχίζει να γκριζάρουν, σωλήνας αποχέτευσης, γκριζομάλλης, ψαρομάλλης, στόμιο, παλαιός, αρχαίος, στόμιο, ακροφύσιο, λαγουδέρα, αγκιστράς, αγκιστριτζής, ζαχαρότευτλο, ζάχαρη απο ζαχαροκάλαμο, καλάμι, ζαχαροκάλαμο, καλάμι, πλεκτό καλάμι, πιάνω δουλειά, πάω φυλακή, μπαίνω στη φυλακή, ρίχνω κπ στη στενή, κάνω κπ να το πληρώσει ακριβά, κάνω φυλακή, χώνω, κλείνω, χώνω μέσα, υαλόθραυσμα, ζαχαροκάλαμο, παίζω ρυθμικά, κασσία, μέχρι το γόνατο, στη στενή, στην ψειρού, στο φρέσκο, εντείνω την προσπάθειά μου, εντείνω τον ρυθμό μου, αυλός, μαρτιάκος, ψαρεύω με βαρίδι, βάζω φυλακή, χώνω στην ψειρού, χώνω στη στενή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης caña
καλάμι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El pescador puso su caña en la orilla. Ο ψαράς τοποθέτησε το καλάμι του στην όχθη του ποταμού. |
αστυφύλακαςnombre común en cuanto al género (AR, coloquial) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Cuando vieron al cana dirigiéndose hacia ellos les entró el pánico. |
μπάτσος, μπατσίνα(AR) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
στενήnombre femenino (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυλακή(AR) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γκρίζα μαλλιάnombre femenino |
Κανάnombre propio femenino (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
πλεκτό καλάμιnombre femenino (για καρέκλες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στενή(AR, coloquial) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jorge está en cana de nuevo. |
ζαχαροκάλαμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Este azúcar está hecho de caña ecológica. |
στενή, μπουζού(AR, coloquial) (αργκό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Byron estuvo en cana un par de años por posesión de drogas. |
άξοναςnombre femenino (μέρος κουπιού) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El remero puso la caña del remo dentro del sujetarremos. |
βλαστός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los tallos de las flores eran largos y finos. Οι μίσχοι των λουλουδιών ήταν μακροί και λεπτοί. |
ξυλοδαρμός(αργκό,μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μπουζού, ψειρού, φυλάκα, στενή(coloquial) (αργκό: φυλακή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυλακή(ES, coloquial) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ντετέκτιβ(ιδιώτης) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
επίπτωση(figurado) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Los estudiantes todavía no se habían recuperado de la resaca del verano y les fue muy mal en su primer año. Οι μαθητές δεν είχαν αναρρώσει ακόμη από τις επιπτώσεις του καλοκαιρινών διακοπών και έγραψαν φρικτά στο πρώτο τους διαγώνισμα. |
κρατητήριο(ES, coloquial) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μπασκίνας, μπασκίνα(informal) (αργκό) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
μπάτσος, μπατσίνα(ES, coloquial) (ανεπ, ενίοτε μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Los niños gritaron, "¡Eh, madero!, cuando un policía pasó por allí. Τα παιδιά φώναξαν, «Ε, μπάτσε!», όταν πέρασε ένας αστυνομικός. |
στενή(αργκό, μεταφορικά) |
στενή(ES, vulgar) (μεταφορικά: φυλακή) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Ha estado en el trullo tres meses. |
μπάτσος, μπατσίνα(ES, coloquial) (μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Llegaron los perros y nos arrestaron. |
στενή(coloquial) (αργκό) Dan pasó un par de años en la trena y no le tenía miedo a la ley. |
ψιρού, μπουζού(jerga) (αργκό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Está en la sombra de nuevo por drogas. Είναι στην μπουζού ξανά εξαιτίας μιας κατηγορίας για ναρκωτικά. |
στενή(αργκό: φυλακή) Prometió reformarse el mismo día que salió de la cárcel. |
είμαι τέλειος(AR) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) ¡Esa película es la posta, hermano! ¡Tenés que verla! Μεγάλε, η ταινία γαμάει! Πρέπει να τη δεις! |
μπίρα, μπύρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Kyle se fue a tomar una cerveza con sus amigos después del trabajo. |
μπύρα, μπίρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pal salió a tomar una cerveza con sus amigos. |
στενή(αργκό, μεταφορικά) Dan acabó en la cárcel por meterse en una pelea. |
μπάτσοι(καθομ, μειωτικό) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Los ladrones huyeron cuando vieron a la policía llegar. |
φυλακή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μπίρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pidió cuatro cervezas de barril más para él y sus amigos. Παρήγγειλε τέσσερις ακόμα μπίρες για τον εαυτό του και τους φίλους του. |
ποδιά(αργκό: ποδόσφαιρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που έχουν αρχίζει να γκριζάρουν
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σωλήνας αποχέτευσης
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
γκριζομάλλης, ψαρομάλλης
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στόμιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El agua salió del pitorro de la lata y cayó en las flores. Νερό βγήκε από το στόμιο του ποτιστηριού και έτρεξε πάνω στα λουλούδια. |
παλαιός, αρχαίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στόμιο, ακροφύσιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Larry compró una boquilla accesoria para el surtidor de su jardín. |
λαγουδέρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αγκιστράς, αγκιστριτζήςlocución nominal masculina (καθομιλουμένη, σπάνιο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Había pescadores de caña por toda la orilla del río esperando a que un pez picara el anzuelo. |
ζαχαρότευτλοlocución nominal femenina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ζάχαρη απο ζαχαροκάλαμοlocución nominal masculina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλάμιlocución nominal femenina (ψαρέματος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Las últimas cañas de pescar están hechas de fibra de vidrio. |
ζαχαροκάλαμοlocución nominal femenina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
καλάμιnombre femenino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cogimos nuestras cañas de pescar y nos fuimos al lago a por truchas. |
πλεκτό καλάμι(για καρέκλες) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνω δουλειά(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¡Pongámonos manos a la obra en el jardín! El buen clima no va a durar para siempre. |
πάω φυλακή, μπαίνω στη φυλακήlocución verbal (AR, coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si nos descubren, vamos todos en cana. |
ρίχνω κπ στη στενήlocución verbal (AR, coloquial) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El juez mando (or: metió) a Elmer en cana por vender drogas en la calle. |
κάνω κπ να το πληρώσει ακριβάlocución verbal (ES, coloquial) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No me metas caña a mí, yo no tuve nada que ver. |
κάνω φυλακήlocución verbal (Argentina lunf) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Ese desgraciado debería estar en cana pagando sus culpas! |
χώνω, κλείνωlocución verbal (AR, coloquial) (μεταφορικά, καθομ: μέσα σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo metieron en cana en una celda que era apenas lo suficientemente grande como para moverse. Τον έκλεισαν (or: έχωσαν) σ' ένα κελί που ήταν μόλις και μετά βίας αρκετά μεγάλο ώστε να μετακινείται. |
χώνω μέσαlocución verbal (AR, coloquial) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Arrestaron a Johnno de nuevo, ¡esta vez seguro lo meten en cana! |
υαλόθραυσμα(φυσητό γυαλί) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ζαχαροκάλαμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A los niños les gustaba chupar el jugo dulce del tallo de la caña de azúcar. |
παίζω ρυθμικάlocución verbal (ES, coloquial) ¡El grupo está dando caña! |
κασσίαlocución nominal femenina (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μέχρι το γόνατο(botas) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στη στενή, στην ψειρού, στο φρέσκο(coloquial, en la cárcel) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi tío pasó diez largos años a la sombra. |
εντείνω την προσπάθειά μου, εντείνω τον ρυθμό μουlocución verbal (coloquial) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυλός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El pastor tocó su instrumento de caña para su rebaño. |
μαρτιάκοςlocución nominal femenina (botánica) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ψαρεύω με βαρίδι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Peter pescó con plomo durante una hora antes de cambiar a pesca con mosca porque no consiguió que picase ninguno. |
βάζω φυλακή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Encarcelaron a Hank durante 15 años. |
χώνω στην ψειρού, χώνω στη στενή(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un policía metió en cana a Gary por insultarlo. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του caña στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του caña
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.