Τι σημαίνει το pescar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pescar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pescar στο ισπανικά.

Η λέξη pescar στο ισπανικά σημαίνει ψαρεύω, ψαρεύω, αντιλαμβάνομαι, πιάνω, πιάνομαι, ψαρεύω, ψαρεύω, ψαρεύω, πιάνω, πιάνω, καμακώνω, καταλαβαίνω καλά, καταλαβαίνω σωστά, καταλαβαίνω, φέρνω, μπουζουριάζω, πιάνω, αρπάζω,πιάνω, πιάνω, go fish, καλάμι, καλάμι, παιχνίδι κατά το οποίο κπ παίρνει μήλα από το νερό με τα δόντια του, ψαρεύω με τράτα, ψαρεύω με πετονιά, πιάνω στα πράσα, πιάνω στα πράσα, κάνω τσακωτό, κάνω κάποιον τσακωτό, πιάνω κάποιον στα πράσα, ψαρεύω, πιάνω καβούρια, μαζεύω καβούρια, ψάχνω κτ για κτ, ψαρεύω γαρίδες, δελεάζω, πιάνω, συλλαμβάνω, ψαρεύω με βαρίδι, ψαρεύω με γρι γρι, ψαρεύω χελώνες, βγαίνω, τσακώνω, αρπάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pescar

ψαρεύω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Está pescando truchas.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αλιεύει σφουγγάρια.

ψαρεύω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Voy a pescar al río todos los domingos.
Τις Κυριακές πηγαίνω στο ποτάμι και ψαρεύω.

αντιλαμβάνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le comenté que él había envenenado a su esposa con arsénico, pero ella no lo captó.
Της είπα ότι δηλητηρίασε τη γυναίκα του με αρσενικό, αλλά αυτή δεν το αντιλήφθηκε.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cogimos cinco salmones en el río.
Πιάσαμε πέντε σολομούς στο ποτάμι.

πιάνομαι

verbo transitivo (coloquial)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Lo pescaron fumando y lo pusieron en penitencia por una semana.
Πιάστηκε να καπνίζει και τιμωρήθηκε για μία εβδομάδα. Πιάστηκε να επιστρέφει κρυφά στο σπίτι χθες το βράδυ.

ψαρεύω

verbo transitivo (literal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La última vez que fuimos al lago lo único que pescamos fue mugre.

ψαρεύω

verbo transitivo (coloquial, figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estiró sigilosamente la mano y pescó un buñuelo de la fuente sin que lo notara la cocinera.

ψαρεύω

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Veré si puedo pescar alguna idea para mi próximo artículo.
Θα δω αν μπορώ να ψαρέψω καμιά ιδέα για το επόμενο άρθρο μου.

πιάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tina pescó algunos peces esta mañana.
Η Τίνα έπιασε μερικά ψάρια σήμερα το πρωί.

πιάνω

(ψάρεμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pescamos cinco piezas en la jornada de pesca.
Πιάσαμε πέντε ψάρια στην εκδρομή μας.

καμακώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brad pescó un pez en el estanque.

καταλαβαίνω καλά, καταλαβαίνω σωστά

Déjame que te lo repita para asegurarme de que lo he entendido bien.

καταλαβαίνω

(coloquial, figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No estoy segura de haberlo pillado todo, pero entendí la mayoría.

φέρνω

(ES, coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπουζουριάζω

(ES, coloquial) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía pilló al sospechoso.
Οι αστυνομικοί έπιασαν τον ύποπτο.

πιάνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cobramos diez pares de faisanes en la cacería.

αρπάζω,πιάνω

(coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο κ. Τζόουνς άρπαξε (or: έπιασε) τον Μαρκ από το κολάρο και τον έσυρε να δει τον διευθυντή.

πιάνω

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

go fish

(juego) (παιχνίδι με τράπουλα)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

καλάμι

locución nominal femenina (ψαρέματος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Las últimas cañas de pescar están hechas de fibra de vidrio.

καλάμι

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cogimos nuestras cañas de pescar y nos fuimos al lago a por truchas.

παιχνίδι κατά το οποίο κπ παίρνει μήλα από το νερό με τα δόντια του

(juego)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Los niños disfrutan del juego de pescar manzanas en las fiestas.

ψαρεύω με τράτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψαρεύω με πετονιά

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πιάνω στα πράσα

locución verbal (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιάνω στα πράσα, κάνω τσακωτό

locución verbal (figurado, haciendo algo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κάποιον τσακωτό, πιάνω κάποιον στα πράσα

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψαρεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los pescadores pescaban caballa al curricán, pero no cogieron ninguna.
Οι ψαράδες ψάρευαν σκουμπριά, αλλά δεν έπιασαν πολλά.

πιάνω καβούρια, μαζεύω καβούρια

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fuimos a pescar cangrejos y pescamos dos pequeños.
Πήγαμε να μαζέψουμε καβούρια και πιάσαμε δυο μικρά.

ψάχνω κτ για κτ

Fuimos a pescar con caña en busca de róbalo.
Ψάξαμε το ποτάμι για πέρκες.

ψαρεύω γαρίδες

(grande)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los pescadores estaban pescando langostinos.
Οι ψαράδες ψάρευαν γαρίδες.

δελεάζω

(informal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jasmine esperaba pescar a un hombre rico con su llamativa ropa.
Η Τζάσμιν ήλπιζε να ψαρέψει έναν πλούσιο άνδρα με τα αποκαλυπτικά της ρούχα.

πιάνω, συλλαμβάνω

(persona, haciendo algo) (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No entendía por qué perdía siempre, luego encontré a mi compañero haciendo trampas.

ψαρεύω με βαρίδι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter pescó con plomo durante una hora antes de cambiar a pesca con mosca porque no consiguió que picase ninguno.

ψαρεύω με γρι γρι

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψαρεύω χελώνες

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγαίνω

locución verbal (για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cuando la marea es apropiada, los pescadores pescan mejillones con red barredera.

τσακώνω

(ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αρπάζω

(κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pescar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.